Κορωνέΐκη

Γονική Κατηγορία: Ποικοιλίες

     Είναι ελληνική ποικιλία και εισήχθη στην Κύπρο γύρω στο 1977. Ανήκει στις μικρόκαρπες ποικιλίες και καλλιεργείται για το λάδι της που είναι λεπτό,

με καλή γεύση και άρτομα και με καλή σταθερότητα και διατηρησιμότητα.

      Είναι η επικρατέστερη ποικιλία στην Κρήτη και φέρει την τοπική ονομασία Ψίλολιά. Είναι παραγωγικό δέντρο.


      Καρποφορεί σταθερά με υπερπαραγωγή κάθε δεύτερη χρονιά. Με λίγη περιποίηση και σχετικό κλάδεμα, μπορεί να καρποφορεί καλά κάθε χρονιά. Θεωρείται η καλύτερη ποικιλία για παραγωγή λαδιού. Το δέντρο της Κορωνέικης είναι ηλαγιόκλαδο, θαμνώδες, παίρνει σχήμα ημισφαιρικό και φτάνει μέχρι το ύψος των οκτώ έως δέκα μέτρων με διάμετρο έξι έως οκτώ μέτρα, αν καλλιεργείται σε γόνιμο έδαφος και αρδεύεται. Σε κάθε ταξιανθία δένουν τρεις έως πέντε καρποί. Μπαίνει γρήγορα στη παραγωγή (3-4 χρόνια). Έχει ελάχιστες απαιτήσεις σε ψύχος, ανθίζει κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου και έχει άφθονη και σταθερή ανθοφορία. Συνήθως δεν παρουσιάζει ανθόρροια και καρποδένει καλά. Ο καρπός της είναι μικρός (μέσο βάρος 0,6-1,5 γραμμάρια), με τη μια πλευρά ελαφρά κυρτωμένη και φέρει μικρή θηλή.


      Είναι ποικιλία μεσοπρώιμη, ο καρπός της ωριμάζει Νοέμβριο-Δεκέμβριο. Η ωρίμανση παρατείνεται και μέχρι τον Ιανουάριο. Διατηρείται καλά πάνω στο δέντρο και μετά την ωρίμανση.


      Η σχέση σάρκας προς πυρήνα είναι 5-6,6:1 και η περιεκτικότητα της σε λάδι μπορεί να φτάσει από 15 μέχρι και 27%, ανάλογα με τις συνθήκες καλλιέργειας. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά για παραγωγή λαδιού. Αντέχει στην ξηρασία και στους δυνατούς ανέμους. Δεν είναι ανθεκτική στο ψύχος, έτσι ψυχροί δυνατοί βοριάδες μπορεί να προξενήσουν ζημιές. Στην Κρήτη και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας συνήθως καλλιεργείται σε μορφή ξηρικής καλλιέργειας, σε περιοχές που η βροχόπτωση είναι πάνω από 450 χιλιοστά και ομοιόμορφα κατανεμημένη στη διάρκεια του χρόνου.


      Στον τόπο μας η καλλιέργεια της, κάτω από ξηρικές συνθήκες έχει δώσει μέτρια αποτελέσματα. Στα μεγάλα υψόμετρα δεν αναπτύσσεται εύκολα και γι’ αυτό η καλλιέργεια της πρέπει να περιορίζεται σε περιοχές με υψόμετρο κάτω από τα 500 μέτρα. Το δέντρο και ο καρπός δεν προσβάλλονται εύκολα από τον πυρηνοτρήτη, τον δάκο, το βερτιτσίλιο και το κυκλοκόνιο, προσβάλλονται όμως από τον ρυγχίτη, τη βαμβακάδα και τον καρκίνο της ελιάς. Χρησιμοποιείται σαν επικονιαστής πολλών άλλων ποικιλιών και είναι ποικιλία μέτρια κατάλληλη, για την εγκατάσταση υπέρπυκνων γραμμικών φυτεύσεων.