Εγκατάσταση-Κλάδεμα-Λίπανση
-
Γονική Κατηγορία: Τεχνικές
-
in Ελιά
Αγρονομικές τεχνικές
Η αναθεώρηση των κριτηρίων προσανατολισμού και διαχείρισης μπορεί να δρομολογηθεί μέσα από τη γνώση και την εμπειρία που διαθέτουμε σήμερα. Οι αγρονομικές τεχνικές, η εκμηχάνιση για τη συγκράτηση των δαπανών συλλογής και κλαδέματος και οι μετασυλλεκτικές επεμβάσεις μπορούν να λύσουν τα προβλήματα που συνδέονται με τη διαχείριση και τις αποδόσεις.
Η εντατικοποίηση και η εξειδίκευση της σύγχρονης ελαιοκαλλιέργειας στην ανανέωση τουλάχιστον ενός μέρους των ελαιώνων και οι βελτιωμένες τεχνικές του τομέα οδηγούν σε αναθεώρηση των κριτηρίων προσανατολισμού και διαχείρισης των ελαιώνων. Είναι ωστόσο χρήσιμο να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε ορισμένα θέματα, όπως πυκνότητα φύτευσης, σχήμα κλαδέματος, λίπανση καλλιέργειας και συστηματοποίηση του εδάφους. Αποτελεί συγκεκριμένη επιλογή, αφού πλέον με αυτά τα βασικά θέματα, για ποικίλους λόγους (περιβαλλοντικούς, κοινωνικοοικονομικούς και προσδοκίες που βασίζονται σε πειραματικές δοκιμές) έχουν χαλαρώσει οι δεσμοί και οι σχέσεις που αφορούν τις πρακτικές απαιτήσεις της παραγωγής και συχνά το ενδιαφέρον και τις διάφορες τεχνικές και κανόνες. Ετσι λοιπόν περνούν σε δεύτερη μοίρα τα προβλήματα που συνδέονται με τη διαχείριση ή την απόδοση μια καλλιέργειας, τοπικά συγκεκριμένης, όπου οι διαθέσιμες ποσότητες νερού και η γονιμότητα του εδάφους είναι δεδομένη και χαρακτηρίζεται από ελάχιστα επιλεγμένες ποικιλίες και σχεδόν καθορισμένες για κάθε περιοχή ξεχωριστά, εξαρτώμενες, σε ότι αφορά την αποδοτικότητα από τις εφαρμοζόμενες τεχνικές.
Νέοι ελαιώνες
Για να εγκαταστήσουμε ένα νέο ελαιώνα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ορισμένους παράγοντες:
- Η εκμηχάνιση των καλλιεργητικών φροντίδων, συμπεριλαμβανομένων της συλλογής και του κλαδέματος, επιβάλλει ορισμένες επιλογές διαχείρισης, επηρεάζει το σχήμα και τη μορφή του ελαιώνα και την πυκνότητα φύτευσης και διαμορφώνει αυστηρούς κανόνες ανάπτυξης του ελαιώνα, σε περίπτωση που η κλίση είναι μεγάλη.
- Οι ποικιλίες επηρεάζουν: την εισαγωγή στην παραγωγική διαδικασία του νεοσύστατου ελαιώνα, την αποδοτικότητα, την αντοχή στους κλιματικούς και γενικότερα παράγοντες περιβάλλοντος ή και στα παράσιτα και κατά κάποιο τρόπο τη βλαστική ανάπτυξη του φυτού. Όλες ωστόσο δίνουν φυτά αρκετά υψηλά εκτός από κάποιες μάνες ποικιλίες που προορίζονται ως καλλωπιστικές και οι οποίες βρίσκονται μόνο σε πειραματικό στάδιο έτσι ώστε να διαπιστωθεί η συμπεριφορά τους γενικά με στόχο τη συγκράτηση και τον περιορισμό της βλαστικής ανάπτυξης.
- Ο ελαιοκαλλιεργητής στο κάτω-κάτω επιθυμεί να παράγει προϊόν, οπότε πέρα από το σχήμα, τη μορφή και τη γενικότερη παρουσίαση του φυτού θα πρέπει να εξασφαλίσει και ορισμένα χαρακτηριστικά στους καρπούς (αντοχή στη μεταφορά, στους χειρισμούς και στη διατήρηση) και στο τελικό προϊόν (λάδι-βρώσιμη ελιά), ειδικά οργανοληπτικά και φυσικοχημικά χαρακτηριστικά. Ετσι καθορίζονται τα όρια μέσα στα οποία θα πρέπει να κινούμαστε και τα οποία δεν θα πρέπει να παραβιάζονται σε καμιά περίπτωση, εφαρμόζοντας και τις αποκτηθείσες εμπειρίες και τα σημερινά δεδομένα, χωρίς ασφαλώς να επηρεάζεται η αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε άλλης επέμβασης.
Πυκνότητα φύτευσης
Εδώ και χρόνια υπάρχει η τάση αύξησης του αριθμού των φυτών ανά στρέμμα, λόγω των αναμφισβήτητων πλεονεκτημάτων στην εκτέλεση των εργασιών αλλά και λόγω της αύξησης της παραγωγής που μεταφράζεται σε ταχύτερη είσοδο στην παραγωγική διαδικασία, σε μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντος, από τα πρώτα στάδια της απόδοσης του ελαιώνα, όταν άλλωστε όλες οι προκαταρκτικές εργασίες βελτιώνουν τη γονιμότητα του εδάφους. Ωστόσο με τις σημερινές ποικιλίες, υπάρχουν όρια σε ότι αφορά τον αριθμό των φυτών τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν, εκμεταλλευόμενοι τα μέγιστα αποτελέσματα. Τα όρια αυτά επηρεάζονται πρώτα απ' όλα από το γενετικό υλικό του φυτού και από τις εδαφοκλιματικές συνθήκες (βροχοπτώσεις, διαθέσιμο νερό, γονιμότητα εδάφους). Στη φρουτοκαλλιέργεια, οι απόψεις σε ότι αφορά την "πυκνότητα φύτευσης" (αριθμός φυτών/στρέμμα) και την "πυκνότητα εγκατάστασης" (επιφάνεια εδάφους που πραγματικά αντιστοιχεί για κάθε φυτό) είναι γνωστές εδώ και χρόνια και χρησιμοποιούνται στο σχεδιασμό και υλοποιούνται κατά την εγκατάσταση με τη χρήση ποικιλιών γνωστής ευρωστίας (βλάστησης).
Στην ελαιοκαλλιέργεια εάν ξεπεράσουμε τα προκαθορισμένα όρια που μας επιτρέπει η ευρωστία των φυτών, μπορεί να αυξήσουμε τις αποδόσεις στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης, αλλά γρήγορα θα βρεθούμε μπροστά στο δίλημμα αραίωσης των φυτών ή σε δραστικό κλάδεμα του υπέργειου τμήματος για να διατηρήσουμε τις επιθυμητές συνθήκες στον ελαιώνα. H πιο συμφέρουσα επιλογή θα εξαρτηθεί από τη διαφορά μεταξύ των πλεονεκτημάτων απόδοσης, τα οποία ασφαλώς θα έχουμε τα πρώτα χρόνια της παραγωγικής διαδικασίας και των μεγαλύτερων δαπανών εγκατάστασης διαχείρισης και των πιθανών διορθωτικών επεμβάσεων. Διάφορες δοκιμές που έγιναν σε περιοχές με τα ίδια εδαφοκλιματικά δεδομένα και τις ίδιες ποικιλίες απέδειξαν ότι, αριθμός φυτών μεγαλύτερος από 40/στρέμμα, επιβάλλει τη συνολική ανανέωση του υπέργειου τμήματος μετά από 9-10 χρόνια.
Πέρα από το όριο που επιβάλλει το σχήμα (η ευρωστία του φυτού), το οποίο προς το παρόν αντιμετωπίζεται με όσα είπαμε πιο πάνω, η επιλογή του αριθμού εξαρτάται και από την εφαρμογή διαφόρων αγρονομικών τεχνικών, όπως π.χ. το σύστημα συλλογής. Εάν επιθυμούμε τη χρήση μεγάλων μηχανημάτων όπως δονητές ή άλλα μεγάλα μηχανήματα με χτένια με σπαστό μεγάλο βραχίονα, θα πρέπει να προετοιμάσουμε φυτά με ταυτόχρονη ωρίμαση που να αντέχουν στις δονήσεις.
Αφού άλλωστε το κόστος συλλογής αποτελεί μια σταθερά που αναφέρεται σε κάθε φυτό ξεχωριστά, oταv περάσουμε από τα 20 στα 40 φυτά/στρέμμα σημαίνει ότι θα αυξηθεί σημαντικά το κόστος συλλογής. Για να υπολογίσουμε την άριστη πυκνότητα σε ένα λιοστάσι πλήρως εκμηχανισμένο μπορούμε να προχωρήσουμε μέσα από τεχνικούς ή εμπειρικούς υπολογισμούς, για να φθάσουμε σε παρόμοια αποτελέσματα.
Το πρώτο βήμα συνίσταται στο να προσδιορίσουμε τον "άριστο όγκο" του υπέργειου τμήματος (φυλλώματος) που αναλογεί στο στρέμμα. Με μια μέση πυκνότητα κάλυψης γύρω στο 60% της επιφάνειας και μια πυκνότητα βλάστησης (πραγματική επιφάνεια φυλλώματος στην καλυπτόμενη επιφάνεια του εδάφους) γύρω στο 3, ο υπολογιζόμενος όγκος του φυλλώματος σε ένα καλό ελαιώνα κυμαίνεται γύρω στα 1800 m3/στρέμμα. Αυτός ο όγκος επιμεριζόμενος στα 20-30 φυτά αναλογεί σε φύλλωμα 60-90 m3, τα οποία συμβιβάζονται τέλεια με την εκμηχάνιση της συλλογής και σε αποστάσεις φύτευσης που ξεκινάνε από 6x8m και κατεβαίνουν στα 6x5m, όρια μέσα στα οποία παρέχονται άριστες συνθήκες λίπανσης, διαθέσιμου νερού και κλίματος. Εμπειρικά από το 1961 διαπιστώθηκε μέσα από πολύχρονες παρατηρήσεις σε ότι αφορά τη συμπεριφορά των νεαρών ελαιόδενδρων ότι η τετράγωνη φύτευση 7x7m έδωσε τα καλύτερα αποτελέσματα ακόμη και σε μη αρδευόμενους ελαιώνες.
Κλάδεμα - Εποχή κλαδέματος
Πολλοί ελαιώνες στο παρελθόν φυτεύονταν σε περιθωριακά εδάφη άγονα, επικλινή και βραχώδη με την προσμονή και την απαίτηση πολλές φορές τα φυτά να εκφράσουν στο maximum τις παραγωγικές τους δυνατότητες. Σε συνδυασμό με αυτό το αρνητικό σημείο εκκίνησης, θα πρέπει να σημειώσουμε και τις φροντίδες που παρέχονταν, οι οποίες πολλές φορές δεν ήταν οι καλύτερες για μια ελαιοκαλλιέργεια που θέλει να λέγεται συστηματική, με σχήμα ανάπτυξης παραδοσιακό (φυτά μεγάλου σχήματος) που καθιστά δαπανηρή τη συλλογή, με ξηρικές καλλιέργειες και πολλές φορές χωρίς λίπανση, με ανεπαρκή φυτοπροστασία, και κυρίως, με ανορθόδοξα κλαδέματα, γεγονός που οδήγησε σε μια μη ανταγωνιστική ελαιοκαλλιέργεια.
Στην περίπτωση του κλαδέματος διαμόρφωσης - οποιοδήποτε και αν είναι το σχήμα που έχουμε προαποφασίσει - αλλά και σε εκείνο της παραγωγής, οι επεμβάσεις θα πρέπει να πραγματοποιούνται όταν τα φυτά εισέρχονται στη βλαστική περίοδο (νωρίς την άνοιξη) δηλαδή όταν στη μασχάλη των φύλλων αρχίζουν να ξεχωρίζουν οι πρώτοι σχηματισμοί των οφθαλμών, πάντα μετά το χειμώνα, αρχές της άνοιξης. Θα λέγαμε ότι απαγορεύεται κατά τρόπο απόλυτο, το κλάδεμα αμέσως μετά τη συλλογή ή ακόμη χειρότερο όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις σε αιωνόβια φυτά, ταυτόχρονα με τη συλλογή. Κλαδεύονται τα φυτά ή μάλλον κόβονται για να πραγματοποιηθεί η συλλογή. Αυτό αποτελεί το άκρον άωτον της θυσίας που υφίσταται αυτό το ευλογημένο φυτό, πράξεις που σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να ανέχονται αλλά ούτε και να δικαιολογούνται. Εάν οι δαπάνες είναι μεγάλες δεν θα πρέπει να τα "βάζουμε" με τα φυτά τα οποία είναι ζωντανοί οργανισμοί όπως και εμείς.
Όποιος δεν καταφέρει να φέρει στα ίσα τους υπολογισμούς, ας έχει το κουράγιο και τη δύναμη να αναδιαρθρώσει την καλλιέργειά του, σύμφωνα με τον ορθολογισμό που επιβάλλει η σύγχρονη τεχνική καλλιέργειας. Οι λόγοι που συστήνουν τη διενέργεια του κλαδέματος στις αρχές της βλαστικής περιόδου είναι ποικίλοι:
1. Το φυτό μετά το χρόνο παραγωγής μοιάζει με τον άνθρωπό που έχει δουλέψει ολόκληρη την ημέρα: εάν στο τέλος της ημέρας τον χτυπήσεις θα καταρρεύσει και την άλλη ημέρα δεν θα είναι σε θέση να εργαστεί. Συνεπώς για τα φυτά το στάδιο επανέναρξης της βλάστησης συμπίπτει με την πλέον ενδεδειγμένη στιγμή, δηλαδή τέλος χειμώνα - αρχές άνοιξης.
2. Το φυτό που έχει καταναλώσει όλα τα αποθέματα ενέργειας για την παραγωγή που μας έδωσε, χρειάζεται να "ανασυνταχθεί" και να προετοιμαστεί για τη διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών για τη χρονιά που έρχεται και όχι μόνο, αλλά και για τους νέους βλαστούς, οι οποίοι θα φέρουν την παραγωγή του επόμενου έτους. Επιπλέον, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη δύσκολη χειμερινή περίοδο και γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να καταναλώσει μέρος των αποθησαυρισμένων ουσιών. Εφαρμόζοντας ένα κλάδεμα πριν την ώρα του, σημαίνει μείωση αυτού του φορτίου ενέργειας, θέτοντας σε κίνδυνο το φυτό σε ότι αφορά την αντοχή του στο κρύο και, συνεπώς και την παραγωγή της χρονιάς που ακολουθεί.
3. Οι τομές (τραύματα) συχνά μεγάλες, που γίνονται από ανθρώπους πολλές φορές μη ειδικούς (και χωρίς διάθεση να κατηγορήσουμε τους παραγωγούς, οι οποίοι αναθέτουν το κόψιμο σε "εισαγόμενους"), δύσκολα αποκαθίστανται στη διάρκεια του χειμώνα, όταν η διαδικασία επεξεργασίας των χυμών μειώνεται, ανοίγοντας έτσι το δρόμο σε παρασιτικές ασθένειες.
Απ' όσα αναφέρθηκαν στα τρία προηγούμενα σημεία προκύπτει ότι είναι σημαντικό να εφαρμόζονται και στις άλλες καρποφόρες καλλιέργειες, συνεπώς φθάνει να παρακολουθούμε κάθε φυτό από τα αρχικά του βλαστικά στάδια και να προσδιορίζουμε την κατάλληλη και σωστή εποχή για να προβούμε στην επέμβαση κλαδέματος. Στη συνέχεια σύμφωνα με τον αριθμό των φυτών που θα πρέπει να κλαδευτούν, μπορούμε να διαμορφώσουμε ένα ημερολόγιο, με ένα εύρος ημερών, το οποίο θα ξεκινάει στην αρχή της βλαστικής περιόδου του φυτού. Οι λόγοι που αναφέραμε, εάν δεν λαμβάνονται υπόψη, όπως άλλωστε συμβαίνει στην ελληνική ελαιοκομία, οδηγούν σε αποτυχίες, τις οποίες παρατηρούμε πολύ συχνά, όπως είναι η παρενιαυτοφορία, η περιορισμένη παραγωγή λαδιού, οι διάφορες ασθένειες που προσβάλλουν το φυτό, δημιουργώντας περαιτέρω προβλήματα, τα οποία έρχονται να προστεθούν στα ήδη γνωστά χρονίζοντα και εμφανιζόμενα σχεδόν κάθε χρόνο.
Σχήμα κλαδέματος
Η επιλογή του σχήματος του φυτού (κλάδεμα διαμόρφωσης) αποτελεί πιθανόν ένα "ψευτοδίλημμα" αφού η επιλογή του εξαρτάται άμεσα από τον τύπο της γεωργικής εκμετάλλευσης, από το βαθμό ανάπτυξης, από τον τρόπο διαχείρισης και ιδίως από το σύστημα συλλογής που θέλει να εφαρμόσει. Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή του είναι η είσοδος στην παραγωγική διαδικασία όπου ορισμένα σχήματα φαίνεται ότι την επηρεάζουν (θαμνώδες). Αποτελούν ωστόσο πλεονεκτήματα ήσσονος σημασίας και ενίοτε προβαλλόμενα υπερβολικά από ορισμένους συγγραφείς. Συχνά κάνουμε το λάθος να αποδίδουμε στο κλάδεμα διαμόρφωσης μία οποιαδήποτε επιτυχία που αντίθετα οφείλεται στην πιστή εφαρμογή των άριστων τεχνικών εφαρμογών. Υπάρχουν πειραματικές εργασίες που κατανέμουν τα παραγωγικά αποτελέσματα που επιτυγχάνονται τα πρώτα χρόνια του ελαιώνα με διαφορετικό κλάδεμα διαμόρφωσης, αλλά δεν υπάρχουν συγκριτικά στοιχεία γιατί αυτοί οι προβληματισμοί άρχισαν να μας απασχολούν μετά το 1985. Οι ελαιώνες επομένως είναι νέοι και μόνο μετά από μια δεκαετία θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τα οικονομικά στοιχεία.
Ωστόσο πρόσφατα δεδομένα αποδεικνύουν ότι διαφορετικά σχήματα κλαδέματος σε όμοιες συνθήκες δεν μπορούν να επηρεάσουν την παραγωγή που ενδεχομένως δέχεται μια μικρή αλληλεπίδραση από το κλάδεμα και την ποικιλία, όπως άλλωστε συμβαίνει και στα άλλα οπωροφόρα. Θέλοντας να δημιουργήσουμε κατάλληλους ελαιώνες για μια ελαιοσυλλογή με το χέρι ή συνοδευόμενη με ελαιοραβδιστικά η επιλογή μας θα πρέπει να στρέφεται σε απλά και περιορισμένα σχήματα με τη βλάστηση να κρέμεται και να μην απέχει πολύ από το έδαφος.
Για τη μηχανοσυλλογή με βαριά μηχανήματα (δονητές), το όργανο συλλογής είναι εκείνο που θα καθορίσει το σχήμα του φυτού και, που στην περίπτωση του δονητή, το δένδρο θα πρέπει να διαθέτει κορμό τέτοιο με βραχίονες, που θα τους αγκαλιάζει το μηχάνημα, σε ένα ύψος γύρω στα 110-120cm από το έδαφος.
Η διαμόρφωση της βλάστησης, τυπική για κάθε ποικιλία, επηρεάζεται ελάχιστα από το κλάδεμα, συνεπώς, ξεκινώντας από την προϋπόθεση του σχηματισμού του βασικού άξονα (κορμού), θα πρέπει να το δούμε πλέον οικονομικά και να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση ενός απλού σκελετού (βραχίονες), αφήνοντας ελεύθερη τη βλάστηση και περιορίζοντας τις επεμβάσεις κλαδέματος, διαμόρφωσης και καρποφορίας. Με φυτά που ο όγκος φυλλώματος δεν ξεπερνά τα 100 m3, πολλές ποικιλίες μπορούν να ενταχθούν στη μηχανοσυλλογή χωρίς ιδιαίτερες επεμβάσεις. Εδώ άλλωστε θα πρέπει να αναφέρουμε ότι σε ορισμένες περιοχές η συλλογή συνδυάζεται με το κλάδεμα αλληλοβοηθούνται, συνεπώς η διαμόρφωση του σχήματος γίνεται έτσι και αλλιώς.
0ι μεγαλόσχημες ποικιλίες (λιανολιά Κερκύρας, θρουμττολιές) βρίσκονται εγκαταστημένες σε δυσπρόσιτες περιοχές, οπότε (και λόγω του τουρισμού που απομακρύνει τον κόσμο από την αγροτιά) έχουν εγκαταλειφθεί και η συλλογή, αν θα γίνει, γίνεται με ελαιόδικτα, αφού ο καρπός πέσει μόνος του. Ωστόσο η εγκατάσταση ενός νέου ελαιώνα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα παραπάνω και σύμφωνα με τον προσανατολισμό της συλλογής να επιλέγεται το σχήμα. Καθοριστικό παραμένει το γεγονός ότι όταν πρόκειται για μηχανοσυλλογή με ελαιοραβδιστικά, ή βαριά μηχανήματα, το σχήμα θα πρέπει να είναι απλό και συγκρατημένο. Στη διάρκεια του χειμώνα είναι απαραίτητη η απομάκρυνση κάποιων πλάγιων βραχιόνων και το κόψιμο της κορυφής μιας και μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα. Ετσι το σχήμα σε κύπελλο βοηθάει τα μέγιστα στη μηχανοσυλλογή.
Κλάδεμα διαμόρφωσης
Οποιοδήποτε σχήμα και αν επιθυμούμε να δώσουμε στο φυτό, θα πρέπει να το καρατομήσουμε στο ύψος των 60-70 cm, από την επιφάνεια του εδάφους (αυτές οι συστάσεις δεν είναι απόλυτες, αλλά μπορούν να κυμαίνονται πάνω κάτω με κάποια εκατοστά, εάν θέλουμε να διαμορφώσουμε έναν κορμό με βραχίονες οι οποίοι θα δώσουν τη σωστή κόμη στο φυτό). Σ' αυτή την πρώτη τομή που διενεργούμε στα ήδη εγκατεστημένα, στην οριστική τους θέση φυτά, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, κυρίως εάν τύχει να υπάρχει κάποιος οφθαλμός, όπου, σ' αυτή την περίπτωση, θα χρειαστεί η τομή να γίνει, όσο γίνεται, πιο μακριά προς τα πάνω, προχωρώντας προς την κορυφή. Ωστόσο, χρειάζεται να σημειώσουμε ότι αφήνονται ανέπαφα τα φυτά στα οποία πρόκειται να δώσουμε μονοκωνικό σχήμα, δηλαδή τον τύπο "κυπαρίσσι", τα οποία όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι θα μας δημιουργήσουν πρόβλημα στη συλλογή (η συλλογή σ' αυτά τα φυτά θα πρέπει να γίνεται με μεγάλα μηχανήματα που να φθάνουν το ύψος τους ή με δονητές).
Η εκμηχάνιση της συλλογής προσφέρει οικονομικά πλεονεκτήματα, μεγάλης σημασίας, που ασφαλώς επηρεάζουν αρνητικά την απόδοση αλλά κυρίως την ποιότητα (αγουρέλαιο, πικρό). Συνεπώς επιδιώκοντας το οικονομικό αποτέλεσμα μπορούμε να το πετύχουμε καταφεύγοντας σ' άλλα συστήματα καλλιέργειας και όχι μόνο να επιχειρούμε τη μείωση των δαπανών μέσα από τη συλλογή, αλλά και τις δαπάνες που αφορούν άλλες παραμέτρους, που παίρνουν μέρος στις ποικίλες και πολλές επεμβάσεις που απαιτεί η καλλιέργεια στη διάρκεια του έτους. Οπως όλες οι δενδρώδεις καλλιέργειες, έτσι και η ελιά υπόκειται στους δύο τύπους κλαδέματος και συγκεκριμένα: διαμόρφωσης και παραγωγής.
Είναι σαφές ότι μέχρις ότου το φυτό προσλάβει το τελικό του σχήμα, θα εφαρμόζεται το κλάδεμα διαμόρφωσης. Αυτό έχει σαν βασική προϋπόθεση, τη μείωση όσο γίνεται περισσότερο, των τομών, αποφεύγοντας την εξαγωγή, σχεδόν καθόλου, βραχιόνων και κλάδων, αφήνοντας να σχηματίσουν και να διαμορφώσουν το φυτό οι ξυλοφόροι βλαστοί από μόνοι τους, οι οποίοι αναγνωρίζονται εύκολα, από τον τρόπο έκπτυξής τους στον κορμό, οι πρώτοι (βραχίονες), και στους βραχίονες οι δεύτεροι (κλάδοι), η βάση των οποίων είναι κωνικού σχήματος. Στη φάση της διαμόρφωσης του σχήματος του φυτού οι κλάδοι με κυλινδρικό σχήμα έκπτυξης ή σχεδόν επίπεδο αποκόπτονται, εάν είναι δυνατόν μέσα στην άνοιξη, όταν το μήκος τους φθάνει τα 15-20 cm, εξοικονομώντας έτσι τις θρεπτικές ουσίες που αυτοί θα απορροφήσουν στη διάρκεια του έτους και που σ' αυτή την περίπτωση θα οδηγηθούν στους ξυλοφόρους βλαστούς που θα σχηματίσουν το σκελετό του φυτού.
Σχήμα διαμόρφωσης σε βάζο
Ενα κανονικό βάζο, συνίσταται από τον κορμό, το ύψος του οποίου θα πρέπει να είναι περιορισμένο στα όρια που προαναφέραμε, 60 - 70cm περίπου από την επιφάνεια του εδάφους. Από τρεις βασικούς βραχίονες, που επιλέγονται από τους ξυλοφόρους βλαστούς όπως είπαμε πιο πάνω, διατεταγμένοι, σύμφώνα με την τομή του κορμού, έτσι ώστε να εκπτύσσονται από τις κορυφές ενός ισοσκελούς τριγώνου, κατά μήκος του κάθετου άξονα του φυτού και οι οποίοι να απέχουν 8-10 cm ο ένας από τον άλλο. Όλα όσα είπαμε αποκλείουν το σχηματισμό σημείων εύκολης αποκόλλησης, αυτό που συμβαίνει όταν οι βραχίονες βρίσκονται σχεδόν στο ίδιο ύψος έκπτυξης και υποβάλλονται στην απαιτούμενη κλίση, αλλά και όταν αργότερα υπό το
βάρος της κόμης και των καρπών υφίστανται την πίεση ισχυρών ανέμων. Στους τρεις βραχίονες οι οποίοι θα πρέπει να διαθέτουν μια κλίση, σε σχέση με τον κάθετο άξονα του φυτού, 45-56°, θα διαμορφωθούν τρεις δευτερεύοντες βραχίονες (σε κάθε βασικό), που θα διευθετηθούν πάνω σ' αυτούς, υπό ελικοειδή μορφή (σπιράλ) και έτσι ώστε, σε κάθε βασικό βραχίονα να αναλογούν τρεις δευτερεύοντες και ο καθένας απ' αυτούς να καταλαμβάνει το συγκεκριμένο, δικό του χώρο, όταν ολοκληρωθεί το τελικό σχήμα του φυτού. Αυτοί οι δευτερεύοντες θα βρίσκονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο θα βρίσκονται οι πρώτοι τρεις δευτερεύοντες, σε απόσταση 60-70 cm από το σταυρό των βασικών βραχιόνων και οι τρεις κατά τη φορά των δεικτών του ωρολογίού. Αυτή την πρώτη διάταξη των δευτερευόντων βραχιόνων, ακολουθεί ο δεύτερος σταυρός, που θα απέχει από τον πρώτο 70 cm περίπου, με αντίθετη φορά των βραχιόνων σε σχέση με τους πρώτους. Τέλος, ακολουθεί ο τρίτος σταυρός που θα απέχει από το δεύτερο 70 cm και με αντίθετη φορά από τον προηγούμενο. Μέσα απ' αυτούς προβάλλει και υπερακοντίζεται ο πρώτος βασικός βραχίονας.
Στο σχήμα διαμόρφωσης τύπου "βάζο" για το σχηματισμό των δευτερευόντων βραχιόνων, ανάμεσα σε τόσους κλάδους που εκπτύσσονται πάνω στους βασικούς, καλά θα είναι να επιλέγονται οι πιο ρωμαλέοι με τον πιο κατάλληλο τρόπο, σύμφωνα και με τα χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να διαθέτουν, απομακρύνοντας στη συνέχεια τους υπόλοιπους που υποτίθεται ότι είναι άχρηστοι, χωρίς ποτέ να αποκόπτουμε την κορυφή των βασικών βραχιόνων. Η ίδια διαδικασία θα ακολουθηθεί και για τους τρεις σταυρούς στη συνέχεια, χωρίς να "κορυφολογούνται" οι προηγούμενοι και έτσι θα φθάσουμε να διαμορφώσουμε το τελικό σχήμα, περιορίζοντας αρκετά την αντιπαραγωγική περίοδο.
Ενα σχήμα σε βάζο, στην τελική του μορφή, θα διαθέτει τρεις βασικούς (αρχικούς) και εννέα δευτερεύοντες βραχίονες. Κάθε βασικός βραχίονας με τους τρεις σχετικούς δευτερεύοντες, εάν το δούμε σαν ένα ενιαίο σύνολο, διαμορφώνει ένα κωνικό σχήμα με τη βάση προς τον κορμό και την κορυφή σε σχήμα τόξου, πάνω από τον τρίτο δευτερεύοντα, να προβάλλει στο χώρο. Κάθε δευτερεύοντας εάν τον δούμε στο δικό του βασικό, εάν έχει αναπτυχθεί κανονικά θα προσλάβει και αυτός το κωνικό σχήμα με τη βάση επί του βασικού και την κορυφή στο χώρο, όπως οι βασικοί. Σε κάθε δευτερεύοντα θα υπάρξει μια έκπτυξη παραγωγικών βλαστών, οι οποίοι θα ανανεώνονται από χρόνο σε χρόνο, αντικαθιστώντας δηλαδή εκείνους που καρποφόρησαν με εκείνους που αναπτύχθηκαν μέσα στο χρόνο, προσέχοντας να αφήνουμε πιο πυκνή τη βάση και να αλαφρώνουμε όλο και περισσότερο, περιορίζοντας τον αριθμό των κλάδων, όσο προχωράμε προς την κορυφή του βραχίονα. Όλοι οι κλάδοι οποιοδήποτε προορισμό και να έχουν, θα πρέπει να έχουν άνεση και κατάλληλο φως. Οι προσπάθειες θα πρέπει να κατατείνουν στο σχηματισμό πλούσιας κόμης, δηλαδή όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό φύλλων, γιατί αυτά θα δώσουν τα θετικά αποτελέσματα στην ποιότητα και την ποσότητα του λαδιού.
Για να προχωρήσουμε στο κλάδεμα της παραγωγής, το οποίο θα πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο αν θέλουμε να περιορίσουμε το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας, θα πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη το σχήμα του φυτού, ο χώρος που καταλαμβάνει, και όταν αυτό τείνει να ξεφύγει και να υπερβεί τα όρια, να προβούμε στις τομές επαναφοράς, για τις οποίες θα μιλήσουμε όταν αναφερθούμε στο κλάδεμα παραγωγής (καρποφορίας).
Σχήμα διαμόρφωσης σε παλμέτα
Ανάμεσα, στα σχήματα διαμόρφωσης, εδώ και είκοσι χρόνια, έχουν διαμορφωθεί πολλοί ελαιώνες σε σχήμα παλμέτας, όπως συμβαίνει και με άλλα καρποφόρα και τα αποτελέσματα είναι περισσότερο από θετικά και στην ελιά. Σ' αυτούς τους ελαιώνες που πρόκειται να εγκαταστήσουμε, κάθε φορά θα πρέπει, από τη στιγμή που τα φυτά θα τοποθετηθούν στην οριστική τους θέση, να ακολουθήσουμε τα κριτήρια εκείνα που ακολουθήσαμε και στην περιγραφή του σχήματος σε βάζο.
Συνεπώς στη φάση της καρατόμησης επιλέγεται η θέση των οφθαλμών που θα παράγουν τους τρεις βραχίονες. Εκείνος που βρίσκεται στο ανώτερο σημείο θα σχηματίσει τον κεντρικό άξονα και οι άλλοι δύο πιο κάτω τους βασικούς βραχίονες. Εάν τα φυτάρια που θα εγκαταστήσουμε διαθέτουν ήδη πρόωρους βραχίονες, με την τυπική έκπτυξη σε σχήμα κώνου, θα πρέπει να αποφύγουμε να χρησιμοποιήσουμε τους οφθαλμούς, που αναφέραμε πιο πάνω: θα πρέπει να λάβουμε μόνο υπόψη ότι o πρώτος κλάδος που θα προορίζεται για κεντρικός άξονας, δηλαδή η προέκταση του κορμού, μπορεί να επιλέγεται σε οποιαδήποτε θέση ακτίνας του κορμού, ενώ οι δύο που προορίζονται για το σχηματισμό του πρώτου σταυρού δεν θα πρέπει να βρεθούν ποτέ στο επίπεδο που θα σχηματίσει τη σειρά, πάνω στην οποία θα αναπτυχθεί η πλευρά της παλμέτας. Αυτή μας η πράξη θα μας δώσει τη δυνατότητα να αποφύγουμε την απογύμνωση των κλάδων, όταν αυτοί θα πρέπει να πάρουν την κλίση των 45-50° σε σχέση με τον άξονα. Η ίδια σκέψη ισχύει όταν ο σταυρός δημιουργηθεί από οφθαλμούς, λόγω του ότι δεν υπήρξαν πρόωροι βραχίονες. Εάν κατά τη διαμόρφωση της παλμέτας, εκτός από τους βραχίονες που χρησιμοποιήσαμε για το σχηματισμό του σταυρού, κάτω απ' αυτούς, υπάρχουν κλαδίσκοι με κυλινδρική έκπτυξη (ανθοφόροι) και πάντα με το σκεπτικό ότι αυτοί δεν βρίσκονται τοποθετημένοι στα ίδια αγγεία μεταφοράς χυμών που θα τροφοδοτούν εκείνους που εμείς επιλέξαμε προηγουμένως για την κατασκευή του σκελετού του φυτού, μπορούμε να τους λυγίσουμε προς το έδαφος και να τους αφήσουμε σαν κλάδους βοηθητικούς, γιατί μολονότι δεν θα δώσουν καρπούς, οι χυμοί που θα παράγονται από τη φωτοσύνθεση των φύλλων τους θα επιταχύνουν την ανάπτυξη του φυτού και συνεπώς την κατασκευή του σκελετού.
Η παλμέτα κατά αυτό τον τρόπο διαμορφωμένη, θα συνίσταται από τον πρώτο χρόνο της μεταφύτευσης του φυτού, από τρεις κλάδους: ο πρώτος κάθετος, ο κεντρικός άξονας, οι άλλόι δύο, με την κλίση των 45-50° σε σχέση με τον πρώτο, ο ένας δεξιά και ο άλλος αριστερά, θα βρεθούν στο επίπεδο διαμόρφωσης και μαζί με τον κεντρικό άξονα θα δημιουργήσουν μια κάθετη πλευρά. Η κλίση των δύο κλάδων που σχηματίζουν, τον πρώτο σταυρό θα δοθεί όταν και οι τρεις θα έχουν την κατάλληλη και ισόρροπη ανάπτυξη μεταξύ τους. Στην περίπτωση που δεν θα πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, θα δοθεί η κανονική κλίση στον πιο ζωηρό κλάδο, έως ότου υπάρξει η επιθυμητή ισορροπία. Η παλμέτα που προέρχεται μετά από μια τέτοια προεργασία, σ' αυτή τη φάση θα σχηματιστεί: από τον κορμό, που θα έχει ένα ύψος 60-70 cm από την επιφάνεια του εδάφους, από τον κάθετο κεντρικό άξονα που θα αποτελεί την προέκταση του κορμού και από τους δύο αρχικούς βραχίονες που θα απέχουν 8-10 cm, ο ένας από τον άλλο. Η παλμέτα θα διαμορφωθεί από τον πρώτο σταυρό που είπαμε με επεμβάσεις κλαδέματος στην περίοδο της άνοιξης που θα στοχεύουν στη συγκράτηση της διακλάδωσης του κεντρικού άξονα και των βασικών βραχιόνων, αφήνοντας ελεύθερες τις βλαστικές κορυφές έτσι ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να επιμηκυνθούν. Για να επέμβουμε στον κεντρικό άξονα, θα πρέπει να έχουμε προνοήσει την ύπαρξη (εάν υπάρχουν) σε απόσταση 70-80 cm, δύο κλάδων που να εκφύονται κωνικά πάνω στον άξονα, τους οποίους θα χρησιμοποιήσουμε σαν βραχίονες του δεύτερου σταυρού και σαν βασικούς βραχίονες, χωρίς να κόψουμε ποτέ την κορυφή του κεντρικού άξονα, αλλά να παρακολουθήσουμε τις διάφορες φάσεις ανάπτυξης, απομακρύνοντας ταυτόχρονα όλους τους περιττούς κλάδους, που μπορούν να ανταγωνιστούν τους βραχίονες του δεύτερου σταυρού. Καλά θα είναι για να δώσουμε τη δυνατότητα ανάπτυξης των βασικών βραχιόνων του δεύτερου σταυρού, να επιλέξουμε τους κλάδους σε διαφορετικές θέσεις από εκείνες του προηγούμενου σταυρού, έτσι ώστε να τρέφονται από άλλα αγγεία που δεν αφορούν την τροφοδότηση των πρώτων.
Αυτό το σύστημα θα πρέπει να συνεχιστεί μέχρι τη διαμόρφωση ολόκληρου του σχήματος του φυτού, δηλαδή την ανάπτυξη του σκελετού που στην τελευταία φάση θα πρέπει να βρίσκεται με τον κορμό, τον κεντρικό άξονα και τρεις σταυρούς, με τους βασικούς βραχίονες στον κεντρικό άξονα και πάνω σ' αυτούς μια σειρά δευτερευόντων βραχιόνων πολύ κοντά τον ένα στον άλλο, 30-40cm. Εδώ πάνω σ' αυτούς τους κλάδους θα αναπτυχθούν οι καρποφόροι βλαστοί που θα ανανεώνονται κάθε χρόνο, αντικαθιστώντας τους διετείς βλαστούς που έχουν ήδη παράγει, με εκείνους που σχηματίζονται στην ίδια χρονιά, για τους οποίους θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο κλάδεμα παραγωγής της παλμέτας και οι οποίοι θα δώσουν καρπό στην αρχή του δεύτερου έτους, δηλαδή όταν θα έχουν κλείσει το χρόνο.
Οταν πλέον ολοκληρωθεί το σχήμα (ο σκελετός της παλμέτας), αυτή θα συνεχίσει την ανάπτυξή της μέχρις ότου να καταλάβει όλο τον καθορισμένο χώρο για κάθε φυτό, χωρίς να αποκόψουμε ποτέ την κορυφή, ούτε τον κεντρικό άξονα, ούτε τους έξι (6) βασικούς βραχίονες. Θα προσέχουμε μόνο να συγκρατούμε την ανάπτυξη των κορυφών έτσι ώστε το φυτό να μην χάνει ποτέ το σχήμα του και να μην βγαίνει εκτός ορίων. Ετσι το φυτό θα μοιάζει σαν ένας ρόμβος, κάθε βασικός βραχίονας σαν ένας κώνος με τη βάση στον κεντρικό άξονα και την κορυφή να προβάλλεται στο χώρο. Οταν το φυτό λόγω της συνεχούς ανάπτυξης, θα ξεφύγει από τα προκαθορισμένα όρια και πάντα την εποχή που πρέπει να διενεργείται το κλάδεμα παραγωγής, μπορεί να συμμαζευτεί με "κλάδεμα επαναφοράς", αφήνοντας πάντα αναλλοίωτο το σχήμα που έχουμε διαμορφώσει.
Οταν πλέον θα έχει ολοκληρωθεί το σχήμα, συγκρίνοντας τη μάζα του σκελετού της παλμέτας με εκείνη του βάζου, αυτή θα είναι μικρότερη. Όντως το βάζο διαθέτει έναν κορμό, τρεις βασικούς βραχίονες και έξι δευτερεύοντες. Η παλμέτα διαθέτει έναν κορμό, έξι βασικούς και πολλούς δευτερεύοντες με ελλιπή ανάπτυξη ξυλωδών βλαστών, οι οποίοι ανανεώνονται με το κλάδεμα παραγωγής, συνεπώς υπάρχει μια εξοικονόμηση χυμών από εκείνους που τροφοδοτούν την ξυλώδη μάζα της παλμέτας σε σχέση με εκείνη του βάζου που απορροφά περισσότερους.
Μια άλλη σημαντική επισήμανση είναι εκείνη που προκύπτει από το συσχετισμό της φυλλικής μάζας του βάζου με της παλμέτας. Σ' αυτό το σχήμα ο όγκος της φυλλικής μάζας της παλμέτας, είναι 30% περίπου μεγαλύτερος από εκείνο του βάζου συγκρίνοντας ίδιες γραμμές φύτευσης, ίδιο ύψος φυτών και ίδιο σχήμα γενικότερα. Όλα αυτά μεταφράζονται σε μεγαλύτερη φωτοσυνθετική επιφάνεια, σε μεγαλύτερο όγκο επεξεργασμένων χυμών, σε μεγαλύτερη παραγωγή (καρποφορία) και συνεπώς μεγαλύτερο ποσοστό λαδιού στους καρπούς (ελιές) .
Σχήμα μονοκωνικό
Τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται ένα άλλο σχήμα διαμόρφωσης στην ελιά, το οποίο ονομάζεται μονοκωνικό, ουσιαστικά αυτό έχει μια κωνική μορφή και συνίσταται από ένα κεντρικό άξονα, ο οποίος φυσικά ξεκινάει από τη ρίζα και χωρίς να υποστεί καμιά καρατόμηση (κορυφολόγημα), επεκτείνεται ελεύθερα προς τα πάνω φθάνοντας μέχρι το επιθυμητό ύψος. Αφήνοντας πάνω σ' αυτόν μια σειρά κλάδων από τη βάση προς τα πάνω, σε σχήμα σπιράλ, απομακρύνοντας τους επιπλέον, μη ξυλοποιημένους κλάδους και διαμορφώνοντας αποστάσεις 50-60 cm, έτσι ώστε να δίνεται στο φυτό, όταν πλέον ολοκληρωθεί το σχήμα διαμόρφωσης, μια μορφή κώνου, με τη βάση του να απέχει περίπου 50 cm από το έδαφος και την κορυφή του ελεύθερη προς τον "ουρανό".
Στους δευτερεύοντες βραχίονες όταν ολοκληρωθεί το σχήμα του φυτού θα είναι σαν να έχουμε πολλούς κώνους που να εκφύονται από τον άξονα του βραχίονα. Εδώ θα πρέπει κάθε χρόνο να ανανεώνονται οι καρποφόροι κλάδοι, αντικαθιστώντας όλους εκείνους που έδωσαν καρπούς.
Αυτό το σχήμα προσφέρεται για τη μηχανοσυλλογή με δονητή, περιορίζοντας τις δαπάνες, αλλά δεν μπορεί ποτέ να δώσει λάδι υψηλής ποιότητας, γιατί ο ελαιόκαρπος για να πέσει (αποκολληθεί), κάτω από τη μηχανική δράση του δονητή θα πρέπει να βρίσκεται στο στάδιο της φυσιολογικής ωρίμασης. Μόνο έτσι μπορεί να αποκολληθεί ο καρπός, εκτός εάν και χρησιμοποιηθούν, προηγούμενα, καρποπτωτικά προϊόντα που διευκολύνουν τη μηχανοσυλλογή. Η συλλογή σ' αυτό το στάδιο ωρίμασης θα επιτρέψει πάλι την παραγωγή λαδιού, πάντα καλύτερο από εκείνο που προέρχεται από τη συλλογή του καρπού με δίχτυα και αφού πέσει μόνος του. Αντίθετα με τη συλλογή που πραγματοποιείται με χτένια ή ελαιοραβδιστικά, στο στάδιο της βιομηχανικής ωρίμασης, συγκεκριμένα τη στιγμή που το περιεχόμενο λαδιού στον καρπό φθάνει στο μεγαλύτερο ποσοστό μη εστεροποιημένων γλυκεριδίων και λιγότερο κορεσμένων. Αυτά τα τελευταία τείνουν να αυξηθούν σιγά-σιγά όσο πλησιάζει η φυσιολογική ωρίμαση των καρπών, στάδιο που προκαλεί τη φυσική πτώση των καρπών κάτω από τη δόνηση του μηχανήματος (δονητή). Εάν η μηχανοσυλλογή προτείνεται για τον περιορισμό του κόστους συλλογής, τότε υπάρχουν και άλλοι τρόποι. Εάν όμως θέλουμε λάδι υψηλής ποιότητας, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ελαιοραβδιστικά ή χτένια. Οι προγραμματισμένες και σωστές επεμβάσεις μπορούν να δώσουν στη σύγχρονη ελαιοκομία τη δυνατότητα μείωσης του κόστους παραγωγής και να την καταστήσουν ανταγωνιστική.
Άλλα σχήματα διαμόρφωσης
Υπάρχουν και άλλα σχήματα διαμόρφωσης όπως είναι: ύψιλον θαμνώδες και πολλά άλλα, ωστόσο τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν ικανοποιητικά, γι' αυτό το λόγο δεν περπάτησαν. Η ελιά είναι ένα φυτό που χρειάζεται πολύ φωτισμό, μεγάλη φυλλική επιφάνεια και παράγει σε ετήσιους βλαστούς, συνεπώς θα πρέπει να ανανεώνονται κάθε χρόνο, αποφεύγοντας ταυτόχρονα σκιάσεις και ταλαιπωρίες των φυτών από αυστηρά και άκαιρα κλαδέματα, τα οποία επιδρούν αρνητικά στην παραγωγή του φυτού. Μπροστά σε τόσα σχήματα διαμόρφωσης έχουμε την απεριόριστη δυνατότητα επιλογής, σύμφωνα με το χώρο και την περιοχή που βρισκόμαστε και τις εμπειρίες που έχουμε, ωστόσο έχουν γίνει αρκετά και σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση και θα πρέπει συνεχώς να είμαστε ενήμεροι και να ακολουθούμε τις εξελίξεις.
Κλάδεμα καρποφορίας
Οταν αναφερόμαστε στην ελιά είναι δύσκολο να ξεφύγουμε από τα τετριμμένα που εφαρμόζονται σε κάθε κλάδεμα καρποφορίας που αφορά όλα τα οπωροφόρα. Τις ελιές που κλαδεύουμε σήμερα είναι οι ίδιες εδώ και 100 ή και 1.000 χρόνια. Εκείνο που θα έπρεπε να βρούμε ή που θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε, το έχουμε σίγουρα εφαρμόσει και αποδείξει σε όλους τους συνδυασμούς σχήματος των φυτών και εδαφοκλιματικών συνθηκών. Το κλάδεμα των μεγάλης ηλικίας φυτών, ακόμη και όταν μας παρέχει τη δυνατότητα να διατηρήσουμε το επιθυμητό σχήμα που μας επιτρέπει να εφαρμόσουμε όλες τις άλλες αγρονομικές πρακτικές και όταν, κατά κάποιο τρόπο, διαμορφώνει μια σχέση ισορροπίας μεταξύ βλάστησης και οικοσυστήματος, δεν μπόρεσε ποτέ να αυξήσει τη μέση απόδοση του ελαιώνα, ούτε να μεταβάλλει ουσιαστικά το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας.
Συνεπώς το κλάδεμα καρποφορίας θα πρέπει να στοχεύει και να αφορά μόνο ότι συμφέρει οικονομικά. Πράγματι, εάν το κόστος συλλογής αντιπροσωπεύει το στοιχείο εκείνο που επηρεάζει περισσότερο την παραγωγή, ενίοτε πάνω από το 1/2, το κλάδεμα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση, καλύπτοντας συνήθως το 15-20% του συνολικού κόστους καλλιέργειας, που πολλές φορές μπορεί να υπερβεί ακόμη και αυτά τα ποσοστά.
Κάτω απ' αυτό το πρίσμα ακόμη και όταν οι επεμβάσεις θα έπρεπε να γίνονται κάθε χρόνο, θα πρέπει να τις αναβάλλουμε και να τις τοποθετούμε μια φορά στη διετία (λόγω παρενιαυτοφορίας εκεί που συνδυάζεται με τη συλλογή), ενώ στις άλλες ποικιλίες μπορεί να αναβληθεί και να εφαρμοστεί στην τετραετία. Η διεύρυνση αυτή του χρόνου κλαδέματος οδηγεί αναγκαστικά στην απλοποίηση των ενεργειών οι οποίες μεταφράζονται σε δραστικές επεμβάσεις και μεγάλες τομές στο παλιό ξύλο, που αποτελεί και αυτό μια σημαντική επιβάρυνση στην παραγωγή. Ούτως σε αντίθεση με τη συλλογή, το κλάδεμα για την ελληνική ελαιοκαλλιέργεια, αποτελεί τον πρώτο περιοριστικό παράγοντα.
Πράγματι, η συλλογή μολονότι ότι αντιπροσωπεύει την πιο δύσκολη και δαπανηρή εργασία, μπορεί να πραγματοποιηθεί μηχανικά, ή μέσω διχτυών με φυσιολογική πτώση χρησιμοποιώντας ανειδίκευτο προσωπικό, ενώ αντίθετα το κλάδεμα θα πρέπει να γίνει αποκλειστικά και μόνο με το χέρι και μάλιστα από εξειδικευμένο προσωπικό.
Σήμερα μάλιστα αυτό το προσωπικό σπανίζει ανεξάρτητα από το κόστος, και έτσι αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, που προφανώς, προς το παρόν, υποτιμάται η σημασία του. Κάτω απ' αυτό το σκεπτικό τελευταία επιχειρείται η εκμηχάνιση του κλαδέματος μέσα από πολλές δοκιμές που πραγματοποιούνται με στόχο να περιοριστεί η δαπάνη της συγκεκριμένης εργασίας. Ούτως εδώ και κάποιες δεκαετίες γίνεται λόγος εκσυγχρονισμού του κλαδέματος με την εκμηχάνιση τουλάχιστον μέρους των επεμβάσεων αυτής της εργασίας, αλλά με περιορισμένη επιτυχία από πλευράς μηχανημάτων. Ίσως υπάρξει η δυνατότητα στο προσεχές μέλλον να εξευρεθεί ο τρόπος συνύπαρξης ενός μικτού συστήματος που να αναθέτει στα μηχανήματα την εργασία ελάφρυνσης της κόμης, ενώ η ανθρώπινη επέμβαση να περιορίζεται στη διατήρηση του βασικού σκελετού του φυτού και στις λεπτές διορθωτικές επεμβάσεις διαμόρφωσης του τελικού σχήματος.
Κλάδεμα επαναφοράς
Προτού ξεκινήσουμε τις προτάσεις πάνω στο θέμα καλά θα είναι να ξεκαθαρίσουμε ότι στα στάδια και στα σχήματα διαμόρφωσης που περιγράψαμε προηγουμένως, οι επεμβάσεις κλαδέματος θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο απαραίτητο, δηλαδή σε εκείνες που κρίνονται απόλυτα αναγκαίες για την πραγματοποίηση του σχήματος του φυτού, αφήνοντας όσο γίνεται ένα μεγαλύτερο αριθμό φύλλων. Αυτό θα μας δώσει τη δυνατότητα, να οδηγήσουμε σε μικρό χρονικό διάστημα στην παραγωγή τους νεοσύστατους ελαιώνες, αυτό που πολύ συχνά σε άριστες συνθήκες μπορεί να παρατηρηθεί μόλις από τον τρίτο χρόνο της ηλικίας.
Μια άλλη παράμετρος που θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη, χρόνο με το χρόνο, σ' αυτή την καλλιέργεια, είναι η σταθερή διατήρηση του όγκου και του σχήματος που έχουμε προδιαγράψει. Οταν οι βλαστικές κορυφές των διαφόρων βραχιόνων τείνουν να ξεπεράσουν τα προκαθορισμένα όρια, να τις επαναφέρουμε στην αρχική τους θέση, με τα κατάλληλα "κλαδέματα επαναφοράς" αποφεύγοντας πάντα την όποια καρατόμηση των κορυφών. Μια τέτοια πράξη θα σήμαινε καταστροφή, γιατί στο σημείο της καρατόμησης θα παρατηρηθεί μια πολυάριθμη ανάπτυξη βλαστών που προσλαμβάνουν το σχήμα "σκούπας". Η επανάληψη του εσφαλμένου κλαδέματος, οδηγεί σε εξασθένιση και περιορισμό των κλάδων της βάσης του φυτού και όχι μόνο, αλλά στην ταυτόχρονη αναζωπύρωση της αύξησης της βλάστησης στα σημεία που βρίσκονται ψηλά, μειώνοντας και εκμηδενίζοντας τα επιθυμητά πλεονεκτήματα συγκράτησης του κόστους, το οποίο μπορούμε να πετύχουμε μέσα από περιορισμένα σχήματα και να φθάσουμε έτσι να μιλάμε για μια σύγχρονη και ανταγωνιστική ελαιοκομία.
Το "κλάδεμα επαναφοράς" μπορεί να γίνει στις κορυφές των κλάδων που δημιουργούν το σκελετό του φυτού, αλλά και σε όλους τους άλλους τους παραγωγικούς, όταν αυτοί προσπαθούν να ξεφύγουν έξω από τα όρια, με αποτέλεσμα την αύξήση του ξυλώδους τμήματος, που άλλωστε δεν είναι παραγωγικό. Το ίδιο ισχύει και για τους καρποφόρους κλάδους, οι οποίοι θα πρέπει να απομακρύνονται κάθε χρόνο, αντικαθιστώντας έτσι τους κλάδους που έδωσαν καρπούς και οι οποίοι κλείνουν το δεύτερο χρόνο ηλικίας, με ένα ίδιο αριθμό ετήσιων βλαστών (που αναπτύχθηκαν μέσα στο χρόνο) και οι οποίοι θα δώσουν καρπούς την ερχόμενη άνοιξη, δηλαδή όταν αυτοί οι βλαστοί, εισέρχονται στο δεύτερο έτος της ηλικίας. Το κλάδεμα παραγωγής έχει σαν στόχο να ωθήσει το φυτό στην καρποφορία κάθε χρόνο και να περιορίσει το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας.
Για να πετύχουμε αυτό το στόχο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τα παρακάτω: - Η ελιά είναι ένα φυτό που φυσιολογικά θα πρέπει να παράγει κάθε χρόνο, στους ετήσιους βλαστούς (αυτούς που έχουν κλείσει ένα χρόνο ηλικίας). Η παρενιαυτοφορία που αποτελεί κανόνα στην ελιά οφείλεται σε ανορθόδοξες επεμβάσεις, μηδέ εξαιρουμένου του εσφαλμένου κλαδέματος (αυστηρά κάθε χρόνο ή δύο χρόνια και σε ακατάλληλη εποχή) το οποίο υποστηρίζουμε κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.
- Ακόμη και ο πιο άσχετος σε ότι αφορά το θέμα μας μπορεί να ξεχωρίσει τον κλάδο που έδωσε καρπούς (διετή) από αυτόν που αναπτύχθηκε μέσα στο χρόνο (μονοετή) και ο οποίος θα καρποφορήσει την άνοιξη που έρχεται. Ενας βλαστός ο οποίος παρήγαγε ακόμη και ένα μόνο καρπό, αναγνωρίζεται εύκολα γιατί θα πρέπει να υπάρχει πάνω σ' αυτόν τουλάχιστον ένας ποδίσκος από τον οποίο αποκολλήθηκε ο καρπός.
- Η ελιά - το θυμίζουμε ακόμη μια φορά-είναι ένα είδος που φύεται και ευδοκιμεί στη Μεσόγειο, συνεπώς απαιτεί σωστό αερισμό και φωτισμό, γι' αυτό το λόγο τους βλαστούς που καρποφόρησαν θα πρέπει να τους απομακρύνουμε στην αρχή της άνοιξης, με ένα κλάδεμα, για να αφήσουν τη θέση τους στους αντικαταστάτες τους, οι οποίοι θα παράγουν με τη σειρά τους, εάν διαμορφώσουμε τις ιδανικές συνθήκες που αναφέραμε. Θα πρέπει να επιλέγονται οι καλύτεροι, οι πιο ζωηροί και τόσοι όσοι το φυτό μπορεί να "σηκώσει", σύμφωνα με τις δυνάμεις του, τη ρωμαλεότητα και τη συμπεριφορά του. Η εμπειρία επιτάσσει επίσης μια καλή λίπανση και ένα-δυο ποτίσματα στη διάρκεια του καλοκαιριού, χωρίς ασφαλώς να αποκλείονται και οι άλλες τεχνικές που οδηγούν στην επιθυμητή επιτυχία. Εάν εφαρμοστούν όλοι οι κανόνες και οι διαδικασίες που αναφέραμε, μένει πλέον να παρατηρήσουμε τη βλαστική και παραγωγική συμπεριφορά κάθε φυτού ξεχωριστά, και της καλλιέργειας συνολικά, και έτσι συνεπάγεται ότι θα έχουμε δύο διαφορετικές συμπεριφορές: Το φυτό ενώ θα παράγει αρκετά, ενώ θα υποβάλλεται στα "κλαδέματα επαναφοράς" θα συνεχίζει τη βλαστική "έκρηξη". Σ' αυτή την περίπτωση όλα τα "κλαδέματα επαναφοράς" θα πρέπει να πραγματοποιούνται αφήνοντας τους βλαστούς που προέρχονται από τους κυλινδρικούς οφθαλμούς, (ανθοφόροι), όπως είπαμε όταν αναφερόμαστε στο κλάδεμα διαμόρφωσης.
- Η υπερπαραγωγή περιορίζει τη βλαστική ανάπτυξη του φυτού. Σε παρόμοιες περιπτώσεις με το κλάδεμα επαναφοράς" θα αφήσουμε τους βλαστούς που προέρχονται από κωνικούς οφθαλμούς, οι οποίοι θα είναι βλαστοφόροι (ξυλοφόροι). Εάν όλα αυτά τα κριτήρια εφαρμοστούν, σίγουρα ο σύγχρονος και ο οργανωμένος ελαιώνας μας θα μας δώσει τη σωστή σοδειά.
Εργασίες διαχείρισης του εδάφους
Κάτω από την πίεση των σημερινών απαιτήσεων, οι μηχανικές εργασίες του εδάφους υφίστανται μια προσεκτική αναθεώρηση και που καθιστούν πλέον σαφές, ότι οι διάφορες τεχνικές δεν θα πρέπει να στοχεύουν στην παροχή αγρονομικών πλεονεκτημάτων, αλλά ταυτόχρονα να αποτελούν μια από τις πολλές εργασίες διατήρησης του εδάφους, με το ανάλογο κόστος. H κατεργασία του εδάφους στην παραδοσιακή ελαιοκομία αποτελεί στην πραγματικότητα ένα εργαλείο διαχείρισης του νερού. Στη Μεσόγειο η παραγωγή λαδιού επηρεάζεται σχεδόν στο σύνολό της από το ύψος των βροχοπτώσεων και αξιοποιεί φτωχά-περιθωριακά εδάφη όπου χρειάζεται η αποταμίευση των βρόχινων νερών, κατά τη διάρκεια του χειμώνα και η αποφυγή της απώλειας μέσω εξάτμισης στη διάρκεια του ξηροθερμικού καλοκαιριού.
Τα στοιχεία του προβλήματος αναφέρονται στο, όπου εναλλάσσονται οι φάσεις συσσώρευσης-απώλειας σε σχέση με την εναλλαγή των εποχών. Ωστόσο οι εργασίες κατεργασίας, που στοχεύουν στη διαχείριση του νερού, μπορούν να προκαλέσουν αρνητικά αποτελέσματα, στο έδαφος και πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στο σκοπό για τον οποίο γίνονται. Ιδιαίτερα σαφή είναι τα αρνητικά αποτελέσματα των εργασιών σε επικλινή εδάφη, όπου το φαινόμενο της απορροής εκδηλώνεται έντονα και έχει σαν αποτέλεσμα την επιφανειακή διάβρωση του εδάφους. Στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, τα αποτελέσματα αυτού του φαινομένου μπορούν να υπολογιστούν σε κανονικές συνθήκες μεσοπρόθεσμα, απλά παρατηρώντας την επιφάνεια των παλαιών ελαιώνων οι οποίοι βρίσκονται σε επικλινή εδάφη και συγκρίνοντας τη σημερινή κατάσταση του εδάφους με εκείνη που μας δείχνει το ύψος της βάσης του κορμού (κούτσουρο), από το οποίο αποδεικνύεται που βρισκόταν η επιφάνεια αμέσως μετά την εγκατάσταση του ελαιώνα.
Υπογραμμίζεται ότι στην Ελλάδα αυτό το πρόβλημα είναι γεγονός που απασχολεί τη φρουτοκαλλιέργεια και την αμπελουργία, αλλά ακόμη απασχολεί ελάχιστα την ελαιοκαλλιέργεια, όπου αντίθετα, λόγω του τύπου και της μορφής των εδαφών (ανώμαλη επιφάνεια και επικλινής) και του μεγέθους της καλλιέργειας, αρκετά μεγάλη, αυτό εμφανίζεται έντονο. Αποτελούν αιτίες τα χαρακτηριστικά του εδάφους, το ύψος των βροχοπτώσεων, η κλίση και η συστηματοποίηση των εδαφών και η πυκνότητα φύτευσης, που στους παραδοσιακούς ελαιώνες είναι συνήθως μικρή και συνεπώς ελάχιστα κατάλληλη για τη συγκράτηση της ζημιάς.
0 τρόπος διαχείρισης του νερού ανέκαθεν συνίσταται σε ένα όργωμα βάθους 15 cm κατά τη χειμερινή και εαρινή περίοδο, για να διευκολυνθεί η διείσδυση του νερού της βροχής, που ακολουθείται από ένα δεύτερο, ίδιου βάθους. Στην αρχή του καλοκαιριού πραγματοποιούνται επιφανειακά φρεζαρίσματα (τουλάχιστον 2) που στοχεύουν στον έλεγχο των ζιζανίων και στο σπάσιμο της ακολουθίας των στρωμάτων του εδάφους, περιορίζοντας έτσι την εξάτμιση. Αποδείχθηκε ότι, όχι πάντα, η κατεργασία του εδάφους διευκολύνει τη συγκράτηση του νερού της βροχής και κυρίως, ότι οι καλοκαιρινές αρόσεις χειροτερεύουν την κατάσταση σε ότι αφορά τα διαθέσιμα ποσοστά νερού. Συνεπώς είναι απαραίτητο για τα επικλινή εδάφη και σκόπιμο γενικώς, να εφαρμόζεται μια τεχνική που να συνδυάζει τις αγρονομικές απαιτήσεις με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής.
Οι επιλογές είναι πολύ περιορισμένες αφού είναι δύσκολο να εισάγουμε και μάλιστα σήμερα κάτω από τους προσανατολισμούς και τις κατευθύνσεις της Ε.Ε., τη χημική ζιζανιοκτονία, παρά μόνο κάποιες στιγμές και σε περιορισμένες επιφάνειες. Επομένως μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι βροχοπτώσεις, οι επιλογές (βασισμένες σε εμπειρικές εκτιμήσεις) στρέφονται στο φυσικό χλοοτάπητα (ή και με σπορά κάποιων αγρωστωδών) στο μεταξύ των σειρών χώρο, περιορίζοντας τις καταναλώσεις νερού με την επαναλαμβανόμενη κοπή του, με θαμνοκόπτη και συνοδευόμενη με μια χημική ζιζανιοκτονία κατά μήκος της σειράς και κάτω από τα δένδρα. Φυσικά τα αποθέματα νερού και θρεπτικών στοιχείων ελαττώνονται από αυτή τη φυτική μάζα ανά μονάδα επιφάνειας του εδάφους και, στους νεοσύστατους ελαιώνες η ζιζανιοκτονία, η εδαφοκάλυψη κατά μήκος της γραμμής φύτευσης κρίνεται αναγκαία για να εξασφαλιστεί η σωστή ανάπτυξη των νεαρών φυτών.
Η λίπανση
Η ικανότητα της ελιάς, όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να παράγει κανονικά σέ εδάφη επικλινή, άγονα και περιθωριακά πολύ συχνά μας οδηγεί στην υποτίμηση των θρεπτικών απαιτήσεων και υποβάθμιση της σημασίας της λίπανσης σ' αυτή την καλλιέργεια. Η ίδια η ακανόνιστη παραγωγή (παρενιαυτοφορία) μας βάζει στη σκέψη, ότι σ' αυτό το είδος υπάρχουν μηχανισμοί "συντήρησης" που εμποδίζουν τα φυτά να διαφοροποιήσουν κανονικά τους ανθοφόρους οφθαλμούς όταν οι δυνατότητες περιορίζονται. Χαμηλά θρεπτικά ποσοστά προκαλούν ταυτόχρονα, ανάσχεση και μπλοκάρουν τους μηχανισμούς διαφοροποίησης των μόλις διαμορφωμένων οφθαλμών, με αποτέλεσμα την αναβολή της εξέλιξης για τον επόμενο χρόνο. Ενα φυτό για να παράγει με κανονικούς ρυθμούς θα πρέπει να αναπτύσσεται, να διατηρεί στο κατάλληλο επίπεδο τις αποθησαυρισμένες ουσίες και παράλληλα να ωριμάζει τους καρπούς, συνεπώς οι ενεργειακές του απαιτήσεις είναι αρκετά αυξημένες. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ελιά, για να παράγει κανονικά, θα πρέπει να θεωρείται σε ότι αφορά τις θρεπτικές απαιτήσεις, φυτό με τις ίδιες θρεπτικές απαιτήσεις, με τα άλλα καρποφόρα. Για τον προσδιορισμό των χορηγούμενων στοιχείων λίπανσης χρησιμοποιούνται διάφορες αναλύσεις και θα πρέπει να είναι γνωστά τα παραγωγικά περιθώρια της ποικιλίας στη συγκεκριμένη περιοχή. Οι αναλύσεις που συνήθως χρειάζονται για να προσδιοριστούν οι θρεπτικές απαιτήσεις είναι εκείνη του εδάφους και η φυλλοδιαγνωστική. Η εδαφική ανάλυση είναι απαραίτητη για να εντοπιστούν οι τυχόν περιοριστικοί παράγοντες (pH, αλατότητα, ΙΑΚ) ή τα ποσοστά των διαθέσιμων στοιχείων (συνήθως τα κατιόντα), ενώ είναι ελάχιστα χρήσιμη για να σχεδιάσουμε και να προγραμματίσουμε ένα πλάνο λίπανσης, γιατί τα διαθέσιμα ποσοστά επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες (θερμοκρασία, διαθέσιμα ποσοστά νερού, κ.λπ.). Η ανάλυση των ποσοστών κάποιων ανόργανων στοιχείων στα φύλλα (Ν, Ρ, Κ, Ca, Mg) προσφέρει ενδείξεις μεγαλύτερης αγρονομικής χρησιμότητας. Η μεγαλύτερη επιφύλαξη σ' αυτή τη μέθοδο, είναι ότι δεν είναι γνωστές οι ειδικές σχέσεις ανάμεσα στη σύνθεση των φύλλων σε μια δεδομένη στιγμή και της κατάστασης ολόκληρου του φυτού, ενώ ακόμη πιο μακριά είναι η σχέση μεταξύ της θρεπτικής κατάστασης των φύλλων και της απόδοσης. Όντως τα φύλλα αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό γύρω στο 3% της συνολικής ξηρής ουσίας ενός φυτού, ενώ η μεγάλη ποσότητα των αποθησαυρισμένων ουσιών βρίσκεται και διαχειρίζεται στον κορμό, τους βραχίονες και τις κύριες ρίζες και μια άλλη σημαντική ποσότητα διακινείται από τους οφθαλμούς και τις μικρότερες αναπτυσσόμενες ρίζες, ενώ οι διαδικασίες που ελέγχουν την παραγωγή μπορούν να θεωρηθούν, μόνο η "δεύτερη συνισταμένη" της ανάπτυξης.
Αυτό περιπλέκει την ερμηνεία των δεδομένων ανάλυσης και το σχηματισμό standards αναφοράς που αφορούν μόνο τη βλαστική ανάπτυξη. Μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενη εφόσον βρισκόμαστε σε συνθήκες έλλειψης ή περίσσειας, όμως γίνεται ανώφελη και χωρίς αξία στον προσδιορισμό της άριστης τιμής αφού σ' αυτή την τιμή τα διαθέσιμα στοιχεία βρίσκονται σε ισορροπία με την ανάπτυξη, που μπορεί να είναι σαφώς διαφοροποιημένη. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές για να διαπιστώσουμε την αναγκαιότητα της επείγουσας διορθωτικής επέμβασης σε μια ομάδα φυτών, είναι σκόπιμο να συγκρίνουμε τα στοιχεία των δύο διαδοχικών αναλύσεων, λαμβάνοντας τα δείγματα νωρίς στη διάρκεια της χειμερινής ανάπαυλας και λίγο πριν την άνθιση.
Η σημαντική μείωση των τιμών ορισμένων στοιχείων (κυρίως αζώτου) θα έδειχνε ότι τα φυτά δεν διαθέτουν επαρκή αποθέματα. Για ορισμένα οπωροφόρα (ξινά, αμπέλι) όπου υπάρχουν πολλά αναλυτικά και παραγωγικά στοιχεία, επιχειρήθηκε η δημιουργία μαθηματικών μοντέλων για τον προγραμματισμό των επεμβάσεων σε σχέση με την επιθυμητή απόδοση, αλλά στην ελιά αυτό ακόμη δεν έχει εφαρμοστεί. Πρακτικά, η φυλλοδιαγνωστική μας επιτρέπει να διαγνώσουμε την κανονική κατάσταση (αναλογία Ν, Ρ, Κ γύρω στο 2:0,2:1 στα φύλλα των 6 μηνών περίπου), με διαφορές που παρατηρούνται στο βλαστικό υλικό χαμηλότερες από εκείνες που παρατηρούνται στο έδαφος. Αυτή η τεχνική κρίνεται απαραίτητη για τον εντοπισμό θρεπτικών ανωμαλιών, όταν εκδηλώνονται άτυπα συμπτώματα έλλειψης ή "αντιστεκόμενα" στις επεμβάσεις με ειδικά σκευάσματα όπως η ανισόρροπη σχέση των κατιόντων, η οποία εκδηλώνεται όταν η ανάπτυξη των αρδευόμενων φυτών ενισχύεται υπερβολικά από αζωτούχες λιπάνσεις σε εδάφη όπου η ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων είναι πολύ χαμηλή (<5meq/100g εδάφους).
Η ελιά είναι φυτό που χρειάζεται μια κατάλληλη συνολική χορήγηση (θρέψη) κατιόντων. Στα κατάλληλα εδάφη για την ανάπτυξη των φυτών, στους εντατικούς ελαιώνες, 200 μονάδες αζωτούχου λιπάσματος ανά εκτάριο το χρόνο, φαίνεται να αποτελούν τον καθοριστικότερο παράγοντα για την εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής ισορροπίας. Ανάλογες συστάσεις γίνονται και για τους παραδοσιακούς ελαιώνες. Στην παραδοσιακή ελαιοκομία ορισμένες αντιλήψεις είναι τόσο ριζωμένες που αποκλείουν κάθε άλλη εναλλακτική πρόταση. Από το 1968 είναι γνωστό ότι η ελιά αντιδρά πολύ θετικά στις διαφυλλικές λιπάνσεις, δίνοντας άριστα και οικονομικά αποτελέσματα. Ακόμη η δυνατότητα χορήγησης διαφόρων λιπασμάτων, όχι μόνο στα φυτά αλλά και στα μοσχεύματα υδρονέφωσης για να αυξηθεί η επιβίωση και η ικανότητα ριζοβολίας αποδείχθηκε ότι έχει θετικές επιδράσεις, ακόμη και σε συνθήκες έλλειψης νερού και είναι επίσης σε θέση να διεγείρει την αντικαρποπτωτική δράση της ηρτημένης σοδειάς.
Υδατικά διαλύματα ουρίας 1,5% (1 t/ha) μπορούν να χορηγηθούν διαφυλλικά με ένα αζωτούχο λίπασμα μόλις 7 μονάδων ανά εκτάριο. Η επέμβαση αυτή ξεφεύγει από τα ανταγωνιστικά φαινόμενα που αναπτύσσονται στο έδαφος (π.χ. με τον χλοοτάπητα) και πρακτικά δεν μεταβάλλει την ισορροπία του αζώτου στο έδαφος.Αυτή η πρακτική θεωρείται σαν υποβοηθητική χρήσιμη ειδικά για τη χορήγηση ιχνοστοιχείων, αφήνοντας έτσι ανεκμετάλλευτο ένα εργαλείο μεγάλης σημασίας και αποτελεσματικότητας. Δεν αποδείχθηκε ότι η διαφυλλική εφαρμογή μπορεί να υποκαταστήσει εκείνη από εδάφους, αλλά οργανωμένοι ελαιώνες, έστω και παραδοσιακοί, συνεχίζουν να παράγουν για πολλά χρόνια, μόνο με διαφυλλικές επεμβάσεις και ελαιώνες που λιπαίνονται καλά από εδάφους, μπορούν να αυξήσουν τις αποδόσεις τους μόνο με τις διαφυλλικές επεμβάσεις, αφήνοντας έτσι να διαφανούν μηχανισμοί διαφορετικής δράσης σε σχέση με εκείνους που παραδοσιακά γνωρίζουμε.
Μια σειρά από λόγους μπορεί να συμβάλλει στην παρεμπόδιση της εξάπλωσης αυτής της τεχνικής. Η ελλιπής γνώση χρήσης των λιπασμάτων που ακόμη υπάρχει στο χώρο της ελαιοκομίας, και όχι μόνο, αλλά και η δυσπιστία ότι δόσεις λιπασμάτων τόσο μικρές, μπορούν να δώσουν αποτελέσματα καλύτερα από εκείνα των μεγάλων ποσοτήτων που χρησιμοποιούνται από εδάφους. Προφανώς την εξάπλωση των διαφυλλικών λιπάνσεων εμποδίζουν κυρίως, ο μεγάλος όγκος των παραδοσιακών ελαιώνων, όπου η επιφάνεια της κόμης είναι περιορισμένη και συνεπώς περιορίζονται και τα αποτελέσματα αυτής της εφαρμογής.
Οι σημερινές τάσεις τείνουν προς τις ανεπαρκείς χορηγήσεις από εδάφους τόσο όσο για να διατηρηθεί κατά κάποιο τρόπο η ανάπτυξη και η παραγωγή. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη και τις περιορισμένες αποδόσεις των παραδοσιακών ελαιώνων η εξάπλωση της διαφυλλικής λίπανσης θα πρέπει να παρακινηθεί και να εξαπλωθεί με όλους τους τρόπους και παράλληλα, θα πρέπει να συνεχιστούν και οι έρευνες στον ευαίσθητο αυτό χώρο, από πλευράς παραγωγής και περιβάλλοντος.
Η ευρεία αναφορά στην αζωτούχο λίπανση, περιορίζει ασφαλώς τη διερεύνηση των προβλημάτων που συνδέονται με τη χορήγηση των άλλων στοιχείων, που άλλωστε θεωρούνται ήσσονος σημασίας από αγρονομικής πλευράς. Παραγωγικές αυξήσεις που οφείλονται στη χορήγηση καλιούχων λιπασμάτων έχουν καταγραφεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και σε πολύ ανώμαλα εδάφη. Δεν υπάρχουν πληροφορίες που να αναφέρονται στις ευνοϊκές επιδράσεις της χορήγησης του φωσφόρου από εδάφους.
Πιθανόν το βόριο αποτελεί το μοναδικό στοιχείο που θα πρέπει να παίρνει μέρος στα προγράμματα λίπανσης και αυτό εκεί όπου έχουν διαπιστωθεί τροφοπενίες βορίου. Ωστόσο η διαφυλλική χορήγηση αυτών των στοιχείων αντιπροσωπεύει την καλύτερη λύση, λόγω της έγκαιρης επέμβασης και της σίγουρης ανταπόκρισης, αποφεύγοντας έτσι την παρεμβολή του εδάφους και τον ανταγωνισμό των ζιζανίων.
Συμπεράσματα
Οι διαθέσιμες τεχνικές σήμερα είναι απλές, εύκολες στην εφαρμογή τους, και κατάλληλες, ιδίως για τους σύγχρονους-εντατικούς και οργανωμένους ελαιώνες όπου κάθε ενέργεια αξιοποιείται, αλλά εφαρμόσιμες και στους παραδοσιακούς ελαιώνες με θετικά αποτελέσματα.
Τα νέα λιοστάσια, με σωστή φύτευση, εισέρχονται πολύ γρήγορα στην παραγωγική διαδικασία γεγονός που οφείλεται στο γενετικό υλικό (νέες ποικιλίες π.χ. κορωνέικη), το οποίο υποβοηθείται και από τις αγρονομικές πρακτικές. Η διατήρηση του εδάφους, η εξασφάλιση της οικολογικής ισορροπίας και η τήρηση των κανόνων και των κανονισμών μόνο, μπορεί να έχει αποτέλεσμα εάν και εφόσον, όλα αυτά εφαρμοστούν μέσα από ειδικές εφαρμογές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα αυτά θα λειτουργήσουν σε βάρος των αποδόσεων.
Οι παραδοσιακές δαπάνες στην ελιά δεν άλλαξαν, το κόστος της χειροσυλλογής και κλαδέματος αποτελεί ακόμη και σήμερα το βασικό πρόβλημα. Παρά το γεγονός ότι στους νέους ελαιώνες οι διάφορες λύσεις για τη συλλογή έχουν δώσει θετικά αποτελέσματα, για το κλάδεμα ωστόσο η μορφή ανάπτυξης του φυτού αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα, το οποίο εμποδίζει την ολοκληρωμένη εκμηχάνιση αυτής της εργασίας.
Παρόλα αυτά διαφαίνεται ότι στο εγγύς μέλλον κάτω από την έλλειψη των εργατικών χεριών θα φθάσουμε να υιοθετήσουμε τις μηχανικές λύσεις οι οποίες άλλωστε σίγουρα θα έχουν κάνει και άλλα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι το προϊόν που θα παράγεται θα είναι άμεσα καταναλώσιμο με όλα εκείνα τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που απαιτεί η κατανάλωση, συνεπώς μέλημα του παραγωγού θα πρέπει να είναι και η σωστή διατήρηση και διακίνηση του προϊόντος, ξεφεύγοντας πλέον από τα παραδοσιακά πλαίσια, όπου ο παραγωγός περιοριζόταν στην παραγωγή χωρίς να τον ενδιαφέρει η σωστή προώθηση του προϊόντος. Για να διατηρήσουμε την ποιότητα του προϊόντος θα πρέπει η συλλογή να γίνεται άμεσα και το προϊόν να είναι καθαρό, συλλεγόμενο με δίχτυα ή ελαιόπανα, να τοποθετείται σε πλεκτά τσουβάλια και να μεταφέρεται άμεσα προς ελαιοποίηση. Συνεπώς πέρα από τις όποιες φροντίδες του προϊόντος κατά την παραγωγική διαδικασία θα πρέπει παράλληλα να προστεθεί και μια σειρά από άλλους χειρισμούς οι οποίοι θα στοχεύουν στην αξιοποίηση των επεμβάσεων που ήδη έχουν πραγματοποιηθεί, έως ότου το προϊόν φτάσει στη συλλογή.