Η επίδραση του δάκου στον ελαιόκαρπο
-
Γονική Κατηγορία: Τεχνικές
-
in Ελιά
Η επίδραση των προσβολών του δάκου στον ελαιόκαρπο πάνω στην ποσότητα και ποιότητα του παραγόμενου ελαιόλαδου.
Στυλιανός Ε. Μιχελάκης
ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών & Ελιάς Χανίων
Οι εντομολογικοί εχθροί και οι διάφορες ασθένειες που προσβάλλουν τον ελαιόκαρπο επηρεάζουν σε κάποιο μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τόσο την ποσότητα
όσο και την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος. Η υποβάθμιση αυτή είναι σχεδόν πλήρης στην περίπτωση των βρωσίμων ελιών όπου και η ελάχιστη ζημιά στον καρπό υποβαθμίζει αισθητά ή και πλήρως την αξία του προϊόντος. Ο δάκος (Bactrocera oleae Bern) ο οποίος αποτελεί το σπουδαιότερο εντομολογικό εχθρό της ελαιοπαραγωγής στη λεκάνη της Μεσογείου και που προσβάλλει αποκλειστικά μόνο τον ελαιόκαρπο, προκαλεί ειδικότερα στις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες, ζημιά η οποία,διακρίνεται
α. σε πρώιμη πτώση των προσβεβλημένων καρπών
β. Σε μείωση της ποσότητας της σάρκας του καρπού και
γ. Στην υποβάθμιση της ποιότητας του λαδιού.
Σε κάθε περίπτωση ζημιάς όμως, η φαινομενική ποσοτική μείωση, πρέπει να μελετάται σε συνδυασμό προς την όλη συμπεριφορά του δένδρου διότι μέρος της ζημιάς μπορεί να αναπληρωθεί με αύξηση του βάρους και της ελαιοπεριεκτικότητας των υπολοίπων καρπών του δένδρου. Από τις πειραματικές εργασίες μας βρέθηκε ότι η αναπλήρωση αυτή φθάνει το 10% για απώλειες ελαιοκάρπου κατά το μήνα Αύγουστο και 5% για απώλειες κατά το μήνα Σεπτέμβριο.
Κατά το φθινόπωρο και ενωρίς το χειμώνα προσβεβλημένος ελαιόκαρπος με στάδιο "εξόδου" δάκου παρουσιάζει καρπόπτωση από το ελαιόδενδρο σε ρυθμό 2,5 και 3,3 φορές μεγαλύτερο από τους καρπούς που περιέχουν απλώς προνύμφη δάκου στις ποικιλίες ελιάς Κορωνέικη και Τσουνάτη αντίστοιχα. Η κατανάλωση σάρκας ελαιοκάρπου είναι μικρή ανά προνύμφη δάκου όμως η υποβάθμιση της ποιότητας, θεωρούμενη μόνο σαν αύξηση της οξύτητας του λαδιού, είναι ανάλογη του αριθμού "εξόδων" δάκου και πολλαπλασιάζεται ανάλογα με τις ημέρες αποθήκευσης του ελαιοκάρπου πριν από τη διαδικασία λήψης του ελαιόλαδου στο ελαιουργείο.
Ο δάκος (Bactrocera oleae Gmel, οικογένεια Tephritidae) αποτελεί όπως είναι γνωστό το σπουδαιότερο Εντομολογικό εχθρό της ελαιοπαραγωγής στη λεκάνη της Μεσογείου. Είναι διαδεδομένος εκτός από τη Μεσόγειο, στα Κανάρια νησιά, στη Μέση Ανατολή μέχρι την Ινδία και στη Νοτιανατολική Αφρική, δηλαδή παντού όπου υπάρχει ελιά εκτός από τις περιοχές της βόρειας και νότιας Αμερικής, της Κίνας και της Αυστραλίας όπου η ελιά εισήχθηκε μεταγενέστερα.
Η βιο-οικολογία και η πυκνότητα του πληθυσμού του εντόμου διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, από τα Βόρεια προς τα Νότια γεωγραφικά πλάτη και από τις πεδινές προς τις ημιορεινές ζώνες καλλιέργειας της ελιάς. Γενικά η εξέλιξη του εντόμου εμποδίζεται στα μεν Βόρεια από το κρύο ενώ στα Νότια εμποδίζεται από την πολύ ζέστη και εμφανίζει μια "λευκή περίοδο" κατά την οποία το έντομο βρίσκεται μόνο στο στάδιο του ακμαίου.
Ο δάκος πηγαίνει σε διάφορα φυτά για τροφή ή για καταφύγιο, όμως στις φυσικές συνθήκες γεννά μόνο στους καρπούς της ελιάς. Από τις προσβολές του δάκου, η υποβάθμιση είναι σχεδόν πλήρης στην περίπτωση των βρώσιμων ελιών, όπου και η ελάχιστη ζημιά στον καρπό υποβαθμίζει αισθητά ή και πλήρως την αξία του προϊόντος. Στις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες όπου γενικά ανεχόμεθα υψηλότερους πληθυσμούς ή μεγαλύτερες προσβολές (μεγαλύτερο οικονομικό όριο προσβολών) η ζημιά από το δάκο διακρίνεται:
α. σε πρώιμη πτώση των προσβεβλημένων καρπών
β. Σε μείωση της ποσότητας της σάρκας του καρπού και
γ. Στην υποβάθμιση της ποιότητας του λαδιού.
Για την εκτίμηση της ζημιάς που προκαλεί ο δάκος με την πρόωρη πτώση των καρπών, η αναπλήρωση που γίνεται από το δένδρο με αύξηση του βάρους των καρπών που μένουν πρέπει να ληφθεί υπόψη. Σε πειράματα που έγιναν στο Κέντρο Γεωργικής Έρευνας Κρήτης στα Χανιά και σε ολόκληρα δένδρα ή σε κλαδιά δένδρου με τεχνητή απομάκρυνση καρπών για τον υπολογισμό της αναπλήρωσης της ζημιάς με την αύξηση του βάρους των υπολοίπων καρπών, βρέθηκε ότι η ποικιλία Τσουνάτη αντιδρά εμφανώς με αύξηση του βάρους των υπολοίπων καρπών (Πίνακας 1). H αύξηση αυτή είναι ανάλογη προς την αύξηση του ποσοστού των καρπών που πέφτουν νωρίς τον Αύγουστο. Η αναπλήρωση με αύξηση του βάρους των καρπών ήταν εμφανέστερη στα αρδευόμενα δένδρα. Οταν η απομάκρυνση των καρπών γίνει αργότερα, το μήνα Σεπτέμβριο η αντίδραση του δένδρου με αύξηση των υπολοίπων καρπών ήταν ασθενέστερη και μη σημαντική σε σχέση προς τον μάρτυρα. Η ίδια τάση παρουσιάζεται και στην ποικιλία Κορωνέικη μόνο που η αναπλήρωση με αύξηση του βάρους των υπολοίπων καρπών ήταν λιγότερο εμφανής (Michelakis S. and Neuenschwander Ρ. 1982).
Περισσότερο εμφανής ήταν η αύξηση της ελαιοπεριεκτικότητας των καρπών που μένουν στο δένδρο μετά την απομάκρυνση μέρους των καρπών. 0ταν έγινε απομάκρυνση του 10% των καρπών τον Αύγουστο, σε διπλούς κλάδους ελιάς, οι υπόλοιποι καρποί του κλάδου είχαν 5,0% περισσότερο λάδι σε σχέση προς το Μάρτυρα. Με απομάκρυνση του 50% των καρπών, η ελαιοπεριεκτικότητα των υπολοίπων αυξήθηκε κατά 16,6% που ήταν σημαντική σε σχέση προς το Μάρτυρα .
Η μέση αναπλήρωση εκφρασμένη σαν αύξηση της ελαιοπεριεκτικότητας των παραμενόντων στο δένδρο καρπών ήταν 10,9%. Οταν η απομάκρυνση διαφόρων ποσοστών καρπών, γινόταν από τα κλαδιά της ελιάς αργότερα, κατά το μήνα Σεπτέμβριο, η αναπλήρωση με αύξηση της ελαιοπεριεκτικότητας των υπολοίπων ήταν μικρότερη σε μια μέση τιμή 8,3%.
Η προσβολή των καρπών από το δάκο επηρεάζει τη δύναμη πρόσφυσης του καρπού. Πειραματικές εργασίες στο Κέντρο Γεωργικής Έρευνας Κρήτης έδειξαν ότι όσο παλαιότερη είναι η προσβολή τόσο μικρότερη η δύναμη πρόσφυσης των προσβεβλημένων καρπών. Η ελάττωση αυτή είναι μικρή όταν ο δάκος είναι ακόμη σε προνυμφικό στάδιο μέσα στον καρπό ενώ γίνεται αρκετά μεγάλη μετά την απομάκρυνση της προνύμφης του 3ου σταδίου από τον καρπό .
Ετσι η ελάττωση αυτή μετρημένη σε γραμμάρια σαν διαφορά δύναμης απόσπασης μεταξύ υγιούς και προσβεβλημένου καρπού από 18,3 γραμ. στο 1ο στάδιο της προνύμφης του δάκου έφθασε 103,8 για το 3ο στάδιο της προνύμφης και σε 165,5 γραμ. σε στάδιο παλιάς εξόδου στην ποικιλία Κορωνέικη. Παρόμοια εξέλιξη παρουσίασε η δύναμη απόσπασης του καρπού και για την ποικιλία Τσουνάτη (Newenschwander Ρ. and Michelakis S., 1981).
Όσον αφορά την κατανάλωση της ψύχας του καρπού από το προνυμφικό στάδιο του δάκου, πειραματικές εργασίες στο Κέντρο Χανίων έδειξαν ότι υπάρχει συσχέτιση της καταναλωθείσας ψύχας με τον χρόνο παραμονής της προνύμφης μέσα στον καρπό. Η συσχέτιση αυτή δείχνει ότι τις τελευταίες 7-8 ημέρες της διατροφής της η προνύμφη καταναλίσκει 8mgr ημερησίως από την ψύχα του ελαιοκάρπου (Michelakis S. and Newenschwander Ρ. 1982).
Η διατροφή της φαίνεται να σταματά 2 ημέρες πριν από την έξοδο της προνύμφης από τον καρπό. H κατανάλωση αυτή της ψύχας με χρόνο παραμονής της προνύμφης μέσα στον καρπό 10-11 ημέρες στους 25°C υπολογίστηκε περίπου 50mgr. Στην ποικιλία Κορωνέικη η ποσότητα ψύχας του καρπού που καταναλίσκεται από μια προνύμφη βρέθηκε πολύ μεγαλύτερη ήτοι περίπου 150mgr ανά προνύμφη και καρπό.
Φαίνεται λοιπόν ότι παρά τις διαφορές στην κατανάλωση ψύχας μεταξύ των διαφόρων ποικιλιών ελιάς από το δάκο η πραγματική κατανάλωση ψύχας καρπού από το δάκο είναι σχετικά μικρή, ακόμη και σε επίπεδα υψηλής δακοπροσβολής. Ίσως γι' αυτό το λόγο παλαιότερα η παραγωγή χαρακτηριζόταν "γεωργικώς υγιής" ανεξάρτητα από προσβολή με τη μόνη προϋπόθεση ότι παρέμενε στο δένδρο μέχρι τη συγκομιδή (Monastero 1968) .
Η οξύτητα που αποτελεί το κύριο αλλά όχι το μόνο κριτήριο της ποιότητας του λαδιού, είναι αποτέλεσμα υδρόλυσης του λαδιού. Προκαλείται από τη δράση ενζύμων που ελευθερώνονται κατά τη διάρκεια της ωρίμασης του καρπού και αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό από τη δράση βακτηρίων και μυκήτων (Martinez Suarez, 1975). Η μεταβολή της ποιότητας του λαδιού, μετρούμενη με την οξύτητα, από την προσβολή του καρπού από το δάκο και την αποθήκευσή του πριν από την παραλαβή του λαδιού, μελετήθηκε με μια σειρά πειραματικών εργασιών στο Κέντρο Γεωργικής Έρευνας Κρήτης στα Χανιά. H οξύτητα του λαδιού συσχετίστηκε με τον αριθμό των εξόδων δάκου σε 100 καρπούς ποικιλίας Τσουνάτη καθώς και με το χρόνο αποθήκευσης του καρπού σε χρονικά διαστήματα 2 και 4 εβδομάδων πριν από την παραλαβή του λαδιού (Σχήμα 1). Από τα πειράματα αυτά φαίνεται ότι η οξύτητα αυξήθηκε με ένα συντελεστή 4,19 για 100% προσβολή σε σχέση προς την οξύτητα του λαδιού υγιών καρπών. Η αποθήκευση όμως του καρπού για χρονικά διαστήματα 2 και 4 εβδομάδων αύξησε την οξύτητα κατά ένα συντελεστή 2,90 και 11,75 αντίστοιχα.
Η ίδια τάση στην αύξηση της οξύτητας παρατηρήθηκε στην ποικιλία Κορωνέικη. Η οξύτητα του λαδιού παρουσιάζει αύξηση κατά ένα συντελεστή 1,88 όταν ο καρπός παρουσιάζει 100% προσβολή σε σχέση προς την οξύτητα του λαδιού από υγιή καρπό. Η οξύτητα του λαδιού παρουσιάζει αύξηση κατά τους συντελεστές 2,72 και 5,63 μετά από αποθήκευση του καρπού για χρονικό διάστημα 2 ή 4 εβδομάδων αντίστοιχα. Φαίνεται λοιπόν ότι ο λόγος για αυξημένη οξύτητα δεν πρέπει να αποδοθεί στην αρχική προσβολή του δάκου αλλά κυρίως στην επακολουθούσα προσβολή του καρπού από μύκητες (Segasta Azpeitia, 1976).
Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώθηκε σε μια πειραματική εργασία στο Κέντρο Γεωργικής Έρευνας Κρήτης στα Χανιά. Στην εργασία αυτή έγινε σύγκριση της οξύτητας σε λάδι υγιών καρπών σε σχέση με το λάδι άλλων επίσης υγιών στους οποίους όμως είχε προκληθεί τεχνητή οπή σε μια βελόνα. Το λάδι των καρπών με τεχνητή προσβολή είχε μεγαλύτερη οξύτητα μετά από αποθήκευση των καρπών 2 ή 4 εβδομάδων και φάνηκε μια πολύ καλή συμφωνία μεταξύ του βαθμού της προσβολής του δάκου και της τεχνητής προσβολής, πάνω στην οξύτητα του λαδιού. Αυτό δείχνει ότι η "πληγή" στον καρπό και η επαφή του με το οξυγόνο είναι η κύρια αιτία αύξησης της οξύτητας του λαδιού.