Η Προστασία της ελιάς
-
Γονική Κατηγορία: Πληροφορίες
Για την αντιμετώπιση των εντομολογικών εχθρών της ελιάς, στα πλαίσια της βιολογικής γεωργίας, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η τεράστια βιοποικιλία η οποία υπάρχει στο αγροοικοσύστημα
της καλλιέργειας αυτής και η οποία με κατάλληλη διαχείριση δίνει μεγάλη δυνατότητα μείωσης του πληθυσμού ή και αντιμετώπισης των επιβλαβών αυτών εχθρών.
Η εφαρμογή κατάλληλης στρατηγικής, από την εγκατάσταση της φυτείας ή από τη μετατροπή της σε βιολογική καλλιέργεια, καθώς και οι μετέπειτα καλλιεργητικές μέθοδοι βοηθούν ποικιλοτρόπως στη μείωση του πληθυσμού του επιβλαβούς εντόμου είτε άμεσα, παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη του επιβλαβούς (αλλαγή των συνθηκών με κατάλληλα κλαδέματα, ορθολογική άρδευση, οργανική λίπανση, κ.ά) είτε έμμεσα αυξάνοντας τους πληθυσμούς των ωφελίμων εντόμων.
Στα πλαίσια της βιολογικής καλλιέργειας της ελιάς προβλήματα παρουσιάζουν κυρίως ο δάκος (Bactrocera oleae), ο πυρηνοτρήτης (Prays oleae) και διάφορα κοκκοειδή των οικογενειών Lecanudae, Diaspididae κ.ά.
Για την προστασία της ελιάς από τους εντομολογικούς εχθρούς βασιζόμαστε στην ιθαγενή πανίδα και στις κατάλληλες καλλιεργητικές μεθόδους, κυρίως όμως στην εισαγωγή και απελευθέρωση διαφόρων παρασιτοειδών, καθώς επίσης και στη μαζική παγίδευση των επιβλαβών. Χρησιμοποιούνται επίσης διάφορα βιοεντομοκτόνα (όπως o Bacillus thuringiensis) ή άλλα μέσα (παραφινέλαιο, λιπαρά οξέα, κ.ά).
Γενικές αρχές στη Φυτοπροστασία στα πλαίσια της Βιολογικής Γεωργίας
Η βασική αρχή αντιμετώπισης των επιβλαβών ζωικών εχθρών και των παθολογικών αιτίων είναι η λήψη προληπτικών μέτρων, η δημιουργία δηλαδή ευνοϊκών συνθηκών ανάπτυξης της καλλιέργειας έτσι ώστε να μειώνονται αισθητά οι δυσμενείς συνθήκες για την ανάπτυξη των φυτών .
Οι κανονισμοί για τη Βιολογική Γεωργία εξαιρούν τη χρησιμοποίηση συνθετικών χημικών ουσιών για τη φυτοπροστασία, και αντίθετα επιδιώκεται να αναπτυχθούν ανακυκλούμενοι (αυτοδιατηρούμενοι) μηχανισμοί προστασίας μακράς διάρκειας. Η παρουσία δηλαδή εχθρών και ασθενειών στα πλαίσια της βιολογικής γεωργίας πρέπει να θεωρηθεί κυρίως σαν μια διαταραχή στην οργάνωση, που οφείλεται στον παραγωγό, παρά σαν ένα φυσικό αναπόφευκτο γεγονός. Γι' αυτό για τη λύση του προβλήματος δεν καταφεύγουμε στην αλλαγή του προγράμματος ψεκασμών αλλά στην αλλαγή του συστήματος διαχείρισης δηλαδή του περιβάλλοντος χώρου, εναλλαγή καλλιεργειών, ρύθμιση του επιπέδου άρδευσης και θρέψης και ειδικότερα για την προστασία επιδιώκουμε:
α) Αύξηση της ανθεκτικότητας και αντοχής,
β) Χρησιμοποίηση βιολογικών, φυσικών ή και χημικών μέσων, αυτών που επιτρέπονται όμως στα πλαίσια της βιολογικής γεωργίας.
Κατάλληλο περιβάλλον για την καλλιέργεια σημαίνει διευθέτηση στο χώρο και στο χρόνο. Οι άριστες συνθήκες χώρου προσφέρονται υιοθετώντας κατάλληλες καλλιεργητικές μεθόδους, αρκετή οργανική λίπανση και εφοδιασμό με βραδείας απελευθέρωσης θρεπτική υγρασία εδάφους και όπου είναι απαραίτητο, αυτό γίνεται, με άρδευση.
Η εναλλαγή των καλλιεργειών "αμειψισπορά" είναι μια προσέγγιση πολλαπλής σημασίας για τον παραγωγό για να αυξήσει τη γονιμότητα του εδάφους, για τον έλεγχο των ζιζανίων και για να επιτύχει υψηλότερη σταθεροποίηση του αγροοικοσυστήματος προς την κατεύθυνση της παρουσίας εχθρών και ασθενειών.
Άλλοι παράγοντες που πρέπει γενικά να λαμβάνονται υπόψη για την καλύτερη προστασία της καλλιέργειας είναι η άγρια βλάστηση που βρίσκεται γύρω στην καλλιέργεια. Η ποικιλότητα γενικά ειδών ή ποικιλιών των φυτών μιας καλλιέργειας μικραίνει την πιθανότητα αύξήσης ασθενειών και ζωικών εχθρών. Ιδιαίτερος χειρισμός όμως χρειάζεται για ειδικές περιπτώσεις φυτών ξενιστών ή φυτών "παγίδων" .
Πριν αναφερθούμε ειδικότερα για τους κυριότερους ζωικούς εχθρούς της καλλιέργειας επιθυμούμε να αναφερθούμε γενικά στη σημασία των καλλιεργητικών φροντίδων στα πλαίσια της αντιμετώπισης των ζωικών εχθρών της ελιάς.
Καλλιεργητικές φροντίδες για ελιά
Οι καλλιεργητικές πρακτικές εργασίες βοηθούν ποικιλοτρόπως στη μείωση του πληθυσμού του επιβλαβούς εντόμου είτε αυξάνοντας τους πληθυσμούς των ωφελίμων εντόμων είτε εμποδίζοντας την ανάπτυξη του πληθυσμού του επιβλαβούς π.χ. μειώνοντας την υγρασία, η οποία ευνοεί την ανάπτυξη του λεκάνιου, αυξάνοντας το φωτισμό και αερισμό τα οποία εμποδίζουν την ανάπτυξη του ασπιδιωτού, είτε ελαττώνοντας γενικά, τα σκονίσματα στα δένδρα που ευνοούν την ανάπτυξη των Diaspididae.
Επίσης αποτελεσματική και οικονομική προστασία επιτυγχάνεται με προγραμματισμένη φύτευση η οποία λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την ευαισθησία της ποικιλίας στις προσβολές αλλά και το είδος και ύψος της εντομοπανίδας στην περιοχή. Είναι γνωστή π.χ. η δυσκολία αντιμετώπισης του δάκου σε ελαιώνες όπου είναι ανακατωμένα ελαιόδενδρα για βρώσιμο και ελαιοποιήσιμο ελαιόκαρπο ή η αντιμετώπιση του λεκανίου σε υγρές κοιλάδες ή πλησίον άλλων καλλιεργειών που δέχονται πολλές χημικές επεμβάσεις από τις οποίες ο άνεμος μεταφέρει τα εντομοκτόνα στους ελαιώνες και καταστρέφει τα ωφέλιμα έντομα. Ακόμη είναι γνωστή η αύξηση του πληθυσμού του ασπιδιωτού κοντά σε χωματόδρομους ή νταμάρια των οποίων η σκόνη ως γνωστό ευνοεί διπλά την ανάπτυξη του πληθυσμού του εντόμου ευνοώντας την εγκατάσταση των κινούμενων σταδίων του ασπιδιωτού και παρεμποδίζοντας τη δράση των παρασίτων και επομένως την αύξηση του παρασιτισμού.
Η πλήρης συλλογή, χωρίς υπολείμματα ελαιοκάρπου στα δένδρα, παρουσιάζει ενδιαφέρον στις διάφορες καλλιέργειες όχι μόνο από της άμεσης οικονομικής πλευράς αλλά και ότι δεν αφήνει υπολείμματα καρπού στα δένδρα, πάνω στα οποία θα αναπτυχθούν οι ανοιξιάτικες γενιές του δάκου. Η καταστροφή των υπολειμμάτων της συγκομιδής του ελαιοκάρπου γενικά βοηθά τη μείωση ανοιξιάτικων γενιών του δάκου .
Όμως η εργασία που πραγματικά παρουσιάζει αυξημένο ενδιαφέρον είναι αυτή του κλαδέματος ιδιαίτερα στη μείωση των κοκκοειδών, είτε με την άμεση απομάκρυνση μέρους του πληθυσμού τους, είτε καθιστώντας τις συνθήκες ανάπτυξής τους δυσμενέστερες (μείωση της υγρασίας), είτε τέλος έμμεσα αποφεύγοντας τις χημικές επεμβάσεις κατά των κοκκοειδών αποφεύγεται η δραστική μείωση των παρασίτων της καλλιέργειας γενικότερα. Συντελεί επίσης το κλάδεμα στην άμεση έκθεση των εντόμων στα φυσικά φαινόμενα άνεμο, βροχή, κ.ά. που επηρεάζουν δυσμενώς την εγκατάστασή τους. Τα κλαδιά του κλαδέματος χρησιμεύουν κάποτε σαν παγίδα προσέλκυσης όπως των κολεόπτερων Scolytidae στην ελιά.
Η άρδευση πρέπει επίσης να ληφθεί σοβαρά υπόψη διότι επιδρά ποικιλοτρόπως στην εντομοπανίδα του ελαιώνα π.χ. με την ανάπτυξη του μεγέθους του ελαιοκάρπου και επισπεύδοντας την ωρίμαση που και τα δύο ευνοούν την αύξηση της δακοπροσβολής ή αυξάνοντας την υγρασία του ελαιώνα που επίσης ευνοεί την ανάπτυξη του πληθυσμού του δάκου αλλά και του λεκανίου. Η υγρασία επίσης ενώ ευνοεί την ανάπτυξη πυκνών πληθυσμών λεκανίου αντίθετα επιδρά δυσμενώς στην ανάπτυξη των πληθυσμών του Ρ. pollini.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιμετώπισης εντόμων με τις κατάλληλες καλλιεργητικές φροντίδες είναι του κοκκοειδούς (Asterolecanidae) Pollinia pollini που προσβάλλει κυρίως ξηρικά και αδύνατα δένδρα ελιάς. Το κλάδεμα και το δυνάμωμα των δένδρων με λίπανση και άρδευση όπου είναι δυνατό είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισής του. Φαίνεται λοιπόν ότι μια σοβαρή μείωση των χημικών εντομοκτόνων επιτυγχάνεται με τις κατάλληλες καλλιεργητικές φροντίδες που πρέπει να εκτελούνται σε κάθε καλλιέργεια, ανάλογα με το είδος, την ποικιλία και τις οικολογικές συνθήκες.
Ακόμη σε μια γενική στρατηγική εναντίον των επιβλαβών εντόμων,για παράδειγμα ενός ελαιώνα, o τακτικός σχεδιασμός, θα ποικίλλει σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της εξεταζόμενης τοποθεσίας π.χ. απομονωμένα δένδρα προστατεύονται καλύτερα με βιοτεχνικά μέσα, ενώ μικρού και μεσαίου μεγέθους φυτείες με κατάλληλο συνδυασμό διαφόρων μεθόδων.
Ειδικότερα για την ελιά έχουμε τα ακόλουθα μέσα αντιμετώπισης των ζωικών εχθρών μέσα στα πλαίσια της Βιολογικής Γεωργίας.
Γενικά
Στα πλαίσια της βιολογικής γεωργίας πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη η τεράστια βιολογική δυνατότητα που υπάρχει στο αγροοικοσύστημα του ελαιώνα όπως αυτό φαίνεται από το πλούσιο κατάλογο των παρασίτων του δάκου, του λεκανίου του πυρηνοτρήτη και των άλλων ζωικών εχθρών τα οποία συναντάμε σε ελαιώνες που δυστυχώς συχνά ψεκάζονται αλόγιστα με εντομοκτόνα. Μια σωστή αντιμετώπιση των επιβλαβών εχθρών δεν μπορεί να αγνοήσει τις παρενέργειες που έχουν στο όλο σύστημα.Στα πλαίσια της βιολογικής καλλιέργειας της ελιάς εμπόδια παρουσιάζουν συνήθως ο δάκος (Bactrocera oleae), ο πυρηνοτρήτης (Prays oleae) και διάφορα κοκκοειδή των οικογενειών Lecanudae, Diaspididae, κ.ά.
Δάκος
(Bactrocera oleae)
Με εξαίρεση τους οικονομικούς παράγοντες (marketing, κ.ά.) η δυσκολία αντιμετώπισης του δάκου αποτελεί τον κυριότερο περιοριστικό παράγοντα για την επέκταση της βιολογικής καλλιέργειας της ελιάς στις συνθήκες μας. Η μαζική παγίδευση του εντόμου, που επιτυγχάνεται με την εφαρμογή βιοτεχνολογικών μεθόδων, δίδουν σήμερα τα καλύτερα αποτελέσματα . Ουσιαστική αύξηση της αποτελεσματικότητας των παγίδων επιτυγχάνεται με προσθήκη αμμωνιακών αλάτων σε μικροκάψουλες ή υδρολυμένη πρωτεΐνη ή ελκυστικά φύλου που εξακολουθούν να είναι όλα αντικείμενο μελέτης τα τελευταία χρόνια με στόχο κυρίως την παράταση του χρόνου αποτελεσματικότητας των παγίδων. Τα μέτρα φυτοπροστασίας εντός του βιολογικού ελαιώνα πρέπει να αρχίσουν πολύ ενωρίς (Μάιο-Ιούνιο) ώστε ο πληθυσμός του εντόμου να διατηρηθεί στο ελάχιστο επίπεδο καθόλη ελαιοκομική περίοδο. Ετσι η τοποθέτηση των παγίδων γίνεται στην αρχή του καλοκαιριού μετά την ολοκλήρωση της άνθισης και οπωσδήποτε πολύ πριν την πήξη του πυρήνα του ελαιοκάρπου και την έναρξη των προσβολών.
Η διάρκεια της πλήρους αποτελεσματικότητας των παγίδων είναι γύρω στους τρεις μήνες, όμως καταβάλλεται προσπάθεια επιμήκυνσης της αποτελεσματικότητάς τους ώστε να καλύπτεται πλήρως μια ελαιοκομική περίοδος. Οι τελευταίες ερευνητικές εργασίες δείχνουν επίσης ότι είναι δυνατόν να μειωθεί ο αριθμός τους σε σχέση με τον αριθμό των παγίδων που εφαρμοζόταν προ λίγων ετών και έτσι να μειωθεί η οικονομική επιβάρυνση της προστασίας του ελαιοκάρπου.
Στα πλαίσια της βιολογικής καλλιέργειας της ελιάς πρέπει να εξασφαλίζεται από την αρχή της καλλιεργητικής περιόδου όσο το δυνατόν πιο χαμηλό επίπεδο πληθυσμού του εντόμου, ακόμη και στους γειτονικούς ελαιώνες ή κάποιου βαθμού απομόνωση του ελαιώνα της βιολογικής γεωργίας από τους γειτονικούς ελαιώνες.
Εκτός από τις παγίδες αναφέρεται επίσης η "ροτενόνη" σαν υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην καταπολέμηση του δάκου σε συνθήκες βιολογικής γεωργίας.
Πυρηνοτρήτης
(Prays oleae)
Ο πυρηνοτρήτης δεν αποτελεί συνήθως σοβαρό εντομολογικό εχθρό των ελαιοποιήσιμων ποικιλιών ελιάς. Η πλούσια άνθιση των ποικιλιών αυτών καθιστά ανεπαίσθητη την όποια ζημιά (προσβολή ανθέων) υποστούν τα δένδρα από το έντομο, διότι είναι γνωστό ότι ένα ποσοστό καρπόδεσης της τάξεως μόνο του 3-5%, μιας καλής ανθοφορίας, είναι αρκετό για μια πλήρη παραγωγή. Επίσης διότι η φαινομενική ζημιά της πρώτης καρπόπτωσης αναπληρώνεται από το δένδρο (με αύξηση του βάρους και της ελαιοπεριεκτικότητας των καρπών που παραμένουν στο δένδρο).
Ακόμη και όσον αφορά την καρπόπτωση του φθινοπώρου, ένα ορισμένο ποσοστό προσβολής αντιπροσωπεύει για τις μικρόκαρπες ποικιλίες ένα πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής παραγωγής του δένδρου. Εχει επίσης μεγάλο αριθμό ειδών φυσικών εχθρών, παρασίτων και αρπακτικών τα οποία όταν δεν διαταράσσεται η βιολογική ισορροπία του ελαιώνα, είναι αρκετά αποτελεσματικά. Τέτοια είναι είδη του γένους Chrysopa sp. (ωοφάγα), του γένους Trichogramma sp. κ.ά. Σε περιπτώσεις διαταραχής της βιολογικής ισορροπίας, σε ποικιλίες ελιάς μεγαλόκαρπες, βρώσιμες και μικρής ανθοφορίας και γενικά στις περιπτώσεις έξαρσης του πληθυσμού του εντόμου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ο εντομοπαθογόνος βάκιλος (Bacillus thuringiensis) ιδιαίτερα για την ανθόβια γενεά.
Κοκκοειδή
Τα Κοκκοειδή δεν αποτελούν συνήθως σοβαρό εντομολογικό πρόβλημα, όταν δεν έχει διαταραχθεί η βιολογική ισορροπία του ελαιώνα και όταν εφαρμόζονται σωστά οι καλλιεργητικές φροντίδες που έχουν αναφερθεί προηγούμενα.
Ειδικότερα το σύνολο των φυσικών εχθρών του λεκανίου μπορεί να ενισχυθεί με διάφορα παράσιτα κυρίως με υμενόπτερα Encyrtidae μεταξύ των οποίων το Metaphycus helvolus που προσβάλλει το 2ο και 3ο στάδιο, τα είδη Metaphycus swirski (Metaphycus aff. stanleyi), Metaphycus barletti, Metaphycus lounsburyi το οποίο αναπτύσσεται πάνω στο τελευταίο (3ο στάδιο). Το στάδιο αυτό παρασιτείται επίσης από το παράσιτο Deversinervus elegans. Αυτά τα εντομοφάγα μπορούν να εκτραφούν και να πολλαπλασιαστούν πάνω στο φυσικό ξενιστή Saissetia oleae που διατηρείται πάνω σε φύτρα πατάτας ή και πάνω σε φυτά Nerium oleander είτε πάνω σε εναλλακτικό ξενιστή (Coccus hesperidum πάνω σε κολοκύθες). Η διατήρηση των παρασίτων μέσα σε φυσικές συνθήκες εξαρτάται και από τις δυνατότητες που έχουν, για ανεύρεση των κατάλληλων ξενιστών, για τις ανάγκες αναπαραγωγής των, κατά τις διάφορες εποχές του έτους.
Τα παράσιτα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μείωση του πληθυσμού του λεκανίου προσβάλλοντας διάφορα στάδιά του, το κάθε ένα και η καταπολέμηση θα επιτυγχάνετο ευκολότερα αν συνδυάζονταν με τακτικά κλαδέματα των δένδρων.
Στην περίπτωση της πολλίνιας, η επαναφορά του δένδρου στη ζωηρή του κατάσταση με την εφαρμογή κυρίως των κατάλληλων καλλιεργητικών φροντίδων εξασφαλίζουν τη διατήρηση του πολύ επικίνδυνου αυτού κοκκοειδούς της ελιάς σε αμελητέα επίπεδα.
Ο Ασπιδιωτός (Α. nerii) ελέγχεται πλήρως από τα εντομοφάγα του και ειδικότερα από τα αρπακτικά του γένους Chilocorus, Scymnus, Chrysopa, Semidalis κ.λπ. και από τα παράσιτα Aphytis chilensis, Α. melinus και Αspidiοtiphagus citrinus.
Ακάρεα
Η ελιά προσβάλλεται από 25 είδη ακάρεων. Ενα μόνο είδος, αποφυλλωτικό άκαρι της ελιάς (το Aceria oleae) αναπτύσσει τέτοιους πληθυσμούς ώστε να προκαλεί καταπολεμήσιμες ζημιές. Στα πλαίσια της βιολογικής γεωργίας η καταπολέμηση των ακάρεων αυτών, όπου απαιτείται, μπορεί να βασιστεί στη χρήση βρέξιμου θείου σε συνδυασμό με φερομόνες (MYLOX= STIRUP + βρέξιμο Θειάφι).
ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών & Ελιάς Χανίων
Μιχελάκης Σ. Ε