Προξενείτε από το μύκητα Colletotrίchum gloeosporioides, που προσβάλλει φυτά αδυνατισμένα από διάφορες άλλες αιτίες (περιβαλλοντικοί παράγοντες, άλλες αρρώστιες κλπ.).Ο μύκητας αυτός
ανευρίσκεται στα κλαδάκια που είναι εξασθενημένα από προσβολές Κορυφοξήρας, ή από πάγο, ανέμους κλπ.
Προσβάλλει ακόμη και τα φύλλα και τους καρπούς προξενώντας τοπικές νεκρώσεις με ξεκάθαρα περιθώρια, χρώματος γκριζοκάστανου, επί των οποίων διαφοροποιούνται οι καρποφορίες του μύκητα που φαίνονται σαν μελανά σημαδάκια. Αυτές οι καρποφορίες, που παρουσιάζονται και στα κλαδάκια, διακρίνονται από εκείνες της Κορυφοξήρας από τή διάταξή τους σε συγκεντρικούς κύκλους.
Η είσοδος των σπορίων του μύκητα γίνεται συνήθως από πληγές και στους καρπούς από το σημείο απόπτωσης της στεφάνης. 'Οταν ο μύκητας διεισδύσει βαθιά στον καρπό, προκαλεί μια σήψη στο βασικό άκρο του καρπού. Καταπολέμηση εναντίον αυτού του παράσιτου πραγματοποιείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, επειδή γενικά ελέγχεται επαρκώς με τις μυκητοκτόνες επεμβάσεις που γίνονται για τις άλλες αρρώστιες.
Συνίστάται, ωστόσο, η έγκαιρη συγκομιδή του καρπού. Και αν, λόγω συχνών, ισχυρών προσβολών, κριθεί αναγκαίο, εφαρμόζονται προληπτικοί ψεκασμοί με οργανικά μυκητοκτόνα.