Συνθήκες εμφάνισης τροφοπενίας.
Η έντονη παρουσία της προκάλεσε το ενδιαφέρον και τον προσδιορισμό της αρχικά στη Λέσβο (1960) και στη συνέχεια και σε άλλες ελαιοκομικές περιοχές (Αττική, Εύβοια, Ζάκυνθο, Κρήτη, Κέρκυρα, Λευκάδα, Πελοπόννησο, Σάμο).
Εκδηλώνεται σε εδάφη αποπλυμένα και φτωχά σε οργανική ουσία, όξινα ή αλκαλικά, τόσο σε δενδρύλλια φυτωρίου όσο και σε αιωνόβια ελαιόδεντρα.
Συμπτώματα
Τα φύλλα αρχικά παρουσιάζουν χλωρωτική επιφάνεια σε τμήμα τους προς την κορυφή από το 1/3 ως τα 2/3 του μήκους των. Η χλώρωση αυτή σιγά-σιγά μεταβάλλεται προς κιτρινοπορτοκαλιά, αρχίζοντας από τις κορυφές των νέων βλαστών και προχωρώντας προς τα κάτω. Σε βαριές περιπτώσεις παρατηρείται σε αυτά τα φύλλα ξήρανση του άκρου του ελάσματος ή και παραμορφωτικά φαινόμενα, μικροφυλλία και φυλλόπτωση.
Η συνήθης νέκρωση του ακραίου ματιού πολλών κλαδιών προκαλεί την έκπτυξη επάλληλων κλαδίσκων, που δίνουν στη βλάστηση τη μορφή σκούπας ενώ προοδευτικά ξηραίνονται. Επίσης, σε προχωρημένες περιπτώσεις τροφοπενίας βορίου δεν σχηματίζονται ανθοφόρα μάτια, παρατηρείται θερινή καρπόπτωση και η απόδοση μπορεί να μηδενιστεί.
Επειδή τα συμπτώματα δεν είναι απολύτως χαρακτηριστικά, ο ασφαλέστερος τρόπος διάγνωσης είναι η ανάλυση φύλλων (το όριο έλλειψης βορίου είναι κάτω από 20 ppm Β στην ξηρά ουσία των φύλλων).
Αντιμετώπιση.
Ο πρακτικότερος εφαρμόσιμος τρόπος αντιμετώπισης της τροφοπενίας βορίου είναι η χορήγηση κατά το χειμώνα από εδάφους βόρακα, σε ποσότητα που κυμαίνεται από 10 g ανά νεοφυτευμένο δενδρύλλιο, μέχρι 300 ή και 500 g ανά ενήλικο δέντρο (κατά μέγεθος). Αυτή η εφαρμογή θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 3-4 χρόνια.
Αν τα συμπτώματα εμφανίζονται σε σποραδικά δέντρα στον ελαιώνα, θα πρέπει να προστίθεται (τουλάχιστον εφάπαξ) βόρακος σε όλα τα δέντρα του ελαιώνα, προληπτικά και ανεξάρτητα αν εμφανίζουν συμπτώματα τροφοπενίας ή όχι.