Αυτές οι δύο σήψεις προξενούνται από την προσβολή δύο διαφορετικών παράσιτων, των Armillaria mellea (ινώδης σήψη) και Rosellinia necatrix (χνουδωτή, μαλλιαρή σήψη).
Η ανάπτυξή τους ευνοείται απο την υψηλή υγρασία και από ανεπαρκή διαπερατότητα του εδάφους στο νερό, που εξασθενίζουν και νεκρώνουν τις ρίζες, επί των οποίων εύκολα εγκαθίστανται αυτοί οι μύκητες. Εντούτοις μπορεί να παρατηρηθούν μολύνσεις και σε διαπερατά ελαφρά εδάφη, που είχαν προηγουμένως φιλοξενήσει φυτά προσβεβλημένα από τα παθογόνα αυτά, όπως αμπέλι, ροδακινιά, ελιά, αμυγδαλιά, καστανιά.
Τα συμπτώματα στο υπέργειο μέρος των δέντρων δεν διαφέρουν πολύ από τις άλλες σηψιρριζίες, παρασιτικές ή όχι, αλλά η παρουσία μυκηλιακών πλεγμάτων (υφών) επιτρέπει να διακρίνονται οι δύο αυτές σήψεις. Τα πλέγματα αυτά της Αrmillaria mellea παρατηρούνται επί των ριζών, κάτω από τη φλούδα, και παρουσιάζονται με ινώδη οψη, λευκού χρώματος.
Μερικές φορές διαφοροποιούνται μυκηλιακά κορδόνια (ριζόμορφα) σκούρου χρώματος επί των ριζών καθώς και καρποφορίες του μύκητα, υπό συνθήκες υψηλής υγρασίας. Τα χνουδόμορφα πλέγματα (υφές) της Rosellinia necatrix παρουσιάζονται κατ' αρχάς λευκά και κατόπιν σκουρόμαυρα και εντοπίζονται στο εξωτερικό μέρος των προσβεβλημένων οργάνων. Χαρακτηριστικό και των δύο παράσιτων είναι η “διάδοση εκ συνάφειας” (σαν κηλίδα λαδιού).
Η καταπολέμηση γίνεται με ξερίζωμα των δέντρων που έχουν προσβληθεί και απολύμανση του εδάφους με βρωμιούχο μεθύλιο ή με την εκσκαφή μιας τάφρου για απομόνωση της προσβεβλημένης ζώνης για αποφυγή επεκτάσεων σε υγιή δέντρα. Ωφέλιμες είναι και οι ασβεστώσεις για δημιουργία δυσμενούς ρΗ, καθώς και οι αζωτολιπάνσεις που προωθούν την αναβλάστηση των φυτών.