(Empoasca ή Asymmetrasca decedens --Paoli)
Είναι μικρό τετιγοειδές (τζιτζίκι) ανοιχτού πράσινου χρώματος, που ζει σε διάφορους ξενιστές, με πολυάριθμες γενεές το χρόνο.
Το φθινόπωρο, τα ενήλικα τζιτζικάκια μεταφέρονται επί των εσπεριδοειδών, όπου παραμένουν μέχρι την επόμενη άνοιξη, κεντώντας τους καρπούς και τρεφόμενα από τους χυμούς του επικάρπιου. Μεταξύ των προσβαλλόμενων ειδών πρέπει να θυμίσουμε την πορτοκαλιά, τη μανταρινιά και την κλημεντίνη. Απαλλαγμένη, αντίθετα, από την προσβολή του είναι η λεμονιά. Τα κεντήματα (νύγματα) διατροφής που γίνονται στους καρπούς, προκαλούν μια αλλοίωση του επικάρπιου, γνωστή σαν “κίτρινη κηλίδωση” ή “ελαιοκυτάρωση”.
Πρόκειται για κίτρινες μικρές επιφάνειες γύρω από τα σημεία εισαγωγής του ρύγχους των εντόμων στη φλούδα, που φανερώνονται καθαρά στον ακόμη άγουρο καρπό, αλλά και που παραμένουν και μετά την αλλαγή χρωματισμού. Τα κεντήματα αυτά της Empoasca δεν επιφέρουν καμιά αλλοίωση εσωτερικά στην ποιότητα των καρπών, όμως η αισθητική ζημιά προκαλεί την εμπορική υποτίμησή τους.
Οι επεμβάσεις καταπολέμησης αυτού του εντόμου πρέπει να είναι τύπου προληπτικού, εκτελούμενες μεταξύ των μέσων του Σεπτεμβρίου και των αρχών του Οκτωβρίου, δηλαδή όταν το έντομο μετατοπίζεται προς τις εσπεριδοκαλλιεργούμενες ζώνες και πριν ακόμη διαπιστωθούν οι μαζικές ζημιές που προκαλεί.
Σε αυτή την περίοδο η οπτική ανάλυση ενός δείγματος καρπών μπορεί να αποτελεί( έγκυρο βοήθημα. Με παρουσία ποσοστού 1 - 2°/ο προσβεβλημένων καρπών θα μπορεί να εφαρμόζεται μια χημική επέμβαση κατά προτίμηση με οργανοφωσφορικά, όπως φενιτροθίον (Σουμιφέν), φορμοθίον (Ανθιο), Ντιμεθοέιτ (Ρογκόρ), ή φωσφοροχλωριωμένα, όπως εντοσουλφάν (θειοντάν) κλπ., στις συνιστώμενες δόσεις από τους κατασκευαστές τους.